Κατηγορία: Γ
-
γεμιστό, το [ʝemi’sto]
γεμιστό, το [ʝemi’sto]: γλυκό με φύλλο και καρύδι. [ελνστ. γεμιστός ‘γεμάτος΄ -ο]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γέμορο, το [‘ʝemoro]
γέμορο, το [‘ʝemoro]: ενοίκιο. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γεμόφεγο, το [ʝe’mofeγo]
γεμόφεγο, το [ʝe’mofeγo]: πανσέληνος [γεμ(άτο) –ο- φεγ(γάρι) -ο]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γεννητάτος [ʝeni’tatos]
γεννητάτος, -η, -ο [ʝeni’tatos]: γεννήθηκε με κουσούρι [αρχ. επίθ. γεννητ(ός) + άτος].
-
γεννοβολάου [ʝenovo’lau]
γεννοβολάου [ʝenovo’lau]: γεννώ συχνά [γεννοβολώ < γενν(ώ) -ο- + -βολ(ώ) -άου].
-
γεράδα, η [ʝe’raða]
γεράδα, η [ʝe’raða]: η καλή υγεία [γερ(ός) -άδα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γεραλέος, ο [ʝera’leos]
γεραλέος, ο [ʝera’leos]: ο μεγάλος σε ηλικία [γερ(ός) κατά θαρραλέος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γελέκο, το [ʝe’leko]
γελέκο, το [ʝe’leko]: γιλέκο [τουρκ. yelek -ο· γιλ-: τροπή [e > i] ίσως από λόγ. επίδρ. κατά το γαλλ. gilet].
-
γελούσης, ο [ʝe’lusis]
γελούσης, ο [ʝe’lusis]: γελαστός [γελ(άω) -ούσης]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γάρις [‘γaris]
γάρις [‘γaris]: άραγε. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γαρμπής, ο [γa’rmbis]
γαρμπής, ο [γa’rmbis]: ο νοτιοδυτικός άνεμος. [μσν. γαρμπής < αραβ. garbī ‘δυτικός΄ μέσω του βεν. garbin (με τροπή του τελ. συμφ. σε -ς και αρσ. κατά τις λ. αέρας, βοριάς) ή μέσω του τουρκ. garbi -ς]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γατιλάω [γati’lao]
γατιλάω [γati’lao]: γαργαλιέμαι. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γδυτολαίμα, η [γðito’lema]
γδυτολαίμα, η [γðito’lema]: η κότα που δεν έχει πούπουλα στον λαιμό [< γδυτ(ός) –ο- λαιμ(ός) -α].
-
γδυτός [γði’tos]
γδυτός, -ή, -ό [γði’tos]: που έχει γδυθεί, που έχει βγάλει τα ρούχα του, γυμνός. [γδύ(νω) -τός]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γεγές, ο [ʝe’ʝes]
γεγές, ο [ʝe’ʝes]: ο παμπόνηρος. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γαρδούμπα, η [γa’rðumba]
γαρδούμπα, η [γa’rðumba]: είδος φαγητού από πλεγμένα αρνίσια ή κατσικίσια έντερα, ψημένα συνήθ. στο φούρνο. [μσν. γαρδούμιον (τροπή [m > b] ; θηλ. ίσως κατά το συκωταριά) < ιταλ. (διαλεκτ.) caldume με τροπή [k > γ] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-k > tiŋg > γ], και τροπή [l > r] πριν από […]
-
γαρίλα, η [γa’rila]
γαρίλα, η [γa’rila]: οι ρύποι των ενδυμάτων [αρχ. γάρ(ος) –ίλα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γανώματα, τα [γa’nomata]
γανώματα, τα [γa’nomata]: οικιακά σκεύη μαγειρικής [γανώ(νω) -ματα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γανώνω [γa’nono]
γανώνω [γa’nono]: επαλείφω με κασσίτερο χάλκινα σκεύη· (επι)κασσιτερώνω [μσν. γανώνω < ελνστ. γαν(ῶ) -ώνω, αρχ. σημ.: ‘στιλβώνω, γυαλίζω, κάνω κτ. να λάμπει΄]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γαργάρι, το [γa’rγari]
γαργάρι, το [γa’rγari]: ξύλινο κατασκεύασμα για να πιάνει πουλιά. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf