Κατηγορία: Γ
-
γκιάζω [‘ɟazo]
γκιάζω [‘ɟazo]: αγγίζω.
-
γκιό, το [ɟο]
γκιό, το [ɟο]: το δοχείο. [αρχ. ἀγγεῖον (δες αγγείο ) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < (α)γγείο].
-
γκιόσα, η [‘ɟοsa]
γκιόσα, η [‘ɟοsa]: α. κατσίκα με μαύρη ράχη και μαύρα πλευρά, άσπρη κοιλιά και άσπρες γραμμές στο πρόσωπο. β. (μτφ., υβρ.) για άσχημη γυναίκα μεγάλης ηλικίας ή για γυναίκα δύστροπη. [βλάχ. Ρουμανική, ghes(ŭ) ‘μαύρη γίδα με καστανές ρίγες΄ -α]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γκιόσος, ο [‘ɟosos]
γκιόσος, ο [‘ɟosos]: μαύρο μουλάρι [βλάχ. Ρουμανική, ghes(ŭ) ‘μαύρη γίδα με καστανές ρίγες΄ -ος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γκαρδαμώνω [garða’mono]
γκαρδαμώνω [garða’mono]: δυναμώνω [αρχ. ουσ. κάρδαμ(ον) -ώνω]. Και: https://ilialang.gr/καρδαμώνω-karδamono/ Και: https://ilialang.gr/γαρδαμώνω-ανακτώ-δυνάμεις-καρδαμώνω/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γκαρδιακός [garðʝa’kos]
γκαρδιακός, -ιά, -ό [garðʝa’kos]: α. ο έμπιστος φίλος. β. αυτός που έχει αδύναμη καρδιά. [ελνστ. καρδιακός]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γκάτζουρος, ο [‘gadzuros]
γκάτζουρος, ο [‘gadzuros]: χωριάτης που παριστάνει τον παλικαρά.
-
γκάβαλο, το [‘gavalo]
γκάβαλο, το [‘gavalo]: η κοπριά του αλόγου και του γαϊδάρου.
-
γκαβίζω [ga’vizo]
γκαβίζω [ga’vizo]: αλληθωρίζω. [γκαβ (ός) + -ίζω < βλάχ. gav(ŭ) ( [gá-] ) ‘τυφλός΄ -ος, μετακ. τόνου κατά τα στραβός, τυφλός]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γκαγκάνα, η [ga’gana]
γκαγκάνα, η [ga’gana]: το μεγάλο κεφάλι: ‘Είχε μια γκαγκάνα τόση’ (είχε μεγάλο κεφάλι). Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γκαργκάλα, η [ga’rgala]
γκαργκάλα, η [ga’rgala]: πάγος που βρίσκεται πάνω στις επιφάνειες. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γιουρούκι, το [ʝu’ruki]
γιουρούκι, το [ʝu’ruki]: ο άξεστος, αγράμματος. [τουρκ. yürük ‘ταχύς’ -ι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γιούρτα, η [‘ʝurta]
γιούρτα, η [‘ʝurta]: γυναικείο πανωφόρι. ‘Φόρεσε τη γιούρτα της κι έφυγε’. Και: https://ilialang.gr/γιούρντα-γυναικείο-πανοφόρι/ Βλ. επίσης: https://ilialang.gr/wp-admin/post.php?post=8104&action=edit
-
γιομίδι, το [ʝo’miði]
γιομίδι, το [ʝo’miði]: α. η γέμιση του μπακλαβά. β. η προίκα που μετέφεραν οι νύφες από το πατρικό στο νέο τους σπίτι, την οποία μετέφεραν μέσα στις κασέλες. [γ(ε)ιομ(άτος) –ιδι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γιοργιά [ʝo’rʝa]
γιοργιά [ʝo’rʝa]: είδος τρεξίματος του αλόγου. [γοργά – ιά< επίθ. γοργός]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γιορντάνι, το [ʝo’rdani]
γιορντάνι, το [ʝo’rdani]: περιδέραιο, κολιέ από χρυσά ή ασημένια φλουριά. [τουρκ. gerdan ‘λαιμός΄-ι (πρβ. λόγ. τουρκ. gerdenbend ‘περιδέραιο΄) -ι ([e > o] ίσως από επίδρ. του [r], [g > j];)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γιορτάσι, το [ʝo’rtasi]
γιορτάσι, το [ʝo’rtasi]: η γιορτή, ο γιορτασμός: ‘Το γιορτάσι κράταγε πολύ’. [μσν. *γιορτάσιν ουσιαστικοπ. απαρέμφ. μέλλ. γιορτάσειν του ρ. γιορτάζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pd
-
γιότσα, η [‘ʝotsa]
γιότσα, η [‘ʝotsa]: αποπληξία. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γιούκος, ο [‘ʝukos]
γιούκος, ο [‘ʝukos]: στοίβα από κλινοσκεπάσματα, παπλώματα, κιλίμια κτλ. [τουρκ. yük -ος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γιούρια [‘ʝurʝa]
γιούρια [‘ʝurʝa]: (επιφ.) προτρεπτικό για έφοδο ή ενθαρρυντικό για κάποια ομαδική προσπάθεια· εμπρός. [τουρκ. yürü ‘προχώρα΄-ια (στρατιωτική διαταγή, ρ. yürü, πρβ. γιουρούσι) -α (κατά την προστ. τρέχα) και ανάπτ. μεσοφ. [j] για αποφυγή της χασμ.].