Κατηγορία: Γ

  • γλαρός [γla’ros]

    γλαρός, -ή, -ό [γla’ros]: α. για μάτια που είναι υγρά και λαμπερά, ηδυπαθή και ονειροπόλα. β. (μτφ.) μαλακός. γ. (μτφ.) συμπαθής [αρχ. ἱλαρός ‘χαρούμενος΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. (ανάπτ. [γ] για διευκόλυνση της άρθρ. κατά τη συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. τον λαρό: [ton-l > toŋgl > γl], πρβ. γλάρος)]. Βλ. επίσης: […]

  • γλιέπω [‘γʎepo]

    γλιέπω [‘γʎepo]: βλέπω [βλέπω με τροπή του β σε γ και παραγωγή φωνητικού -ι-]. Και: https://ilialang.gr/γλέπω-γlepo/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γλήγορα [‘γʎiγora]

    γλήγορα [‘γʎiγora]: γρήγορα. [γρήγορα με τροπή το ρ σε λ].

  • γληρορωσύνη, η [γʎiroro’sini]

    γληρορωσύνη, η [γʎiroro’sini]: η ταχύτητα. [γρ(λ)ή(γ)ρορ(α)οσύνη]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γλίνα, η [‘γlina]

    γλίνα, η [‘γlina]: α. λιπαρή ουσία που παράγεται από ζωικά λίπη μετά το βράσιμο του κρέατος, συνήθ. του χοιρινού. β. εξάρτημα από το ζεμπερέκι μιας πόρτας, συνήθως μεταλλικό. γ. αργυλώδες έδαφος [μσν. ή ελνστ. γλίνα < ελνστ. γλίν(η) μεταπλ. -α]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γλιστριά, η [γli’strça]

    γλιστριά, η [γli’strça]: η σκουληκαντέρα [μσν. γλίστρα < γλιστρ(ώ) -ια (αναδρ. σχημ.)]. Και: https://ilialang.gr/γλιστρίδα-η/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γκουντρέκι, το [gu’ndreki]

    γκουντρέκι, το [gu’ndreki]: το μεγάλο κούτσουρο: ‘Είχε αφήσει χάμω τα γκουντρέκια’. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γκουρλίζω [gu’rlizo]

    γκουρλίζω [gu’rlizo]: γουργουρίζω: ‘Το γατί γκούρλιζε’. [ηχομιμητική]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γκούσα, η [‘gusa]

    γκούσα, η [‘gusa]: δύσποια. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γκραβαρίτης, ο [grava’ritis]

    γκραβαρίτης, ο [grava’ritis]: α. άνθρωπος χωριάτης, αμόρφωτος και άξεστος στη συμπεριφορά. β. αυτός που έχει στραβά πόδια. γ. ο αργόστροφος [τοπων. Κράβαρ(α) -ίτης (ηχηροπ. [k > g] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-> toŋg > g] )]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γκρας, ο [‘gras]

    γκρας, ο [‘gras]: α. είδος παλαιού οπισθογεμούς τουφεκιού: ‘Είχε κρεμασμένον τον γκρά του και κατέβαινε την πλαγιά’. β. για κπ με χαμηλό πνευματικό επίπεδο: ‘Είσαι γκράς’ (Δεν παίρνεις “στροφές”). γ. σταθερός και ευθύς χαραχτήρας [γαλλ. ανθρωπων. Gras (όν. κατασκευαστή) (ορθογρ. δαν.)]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γκριμπίθα, η [gri’mbiθa]

    γκριμπίθα, η [gri’mbiθa]: ξύλο από ξερή βελανιδιά. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γκορτσιά, η [go’rtsça]

    γκορτσιά, η [go’rtsça]: άγρια αχλαδιά. [βουλγ. gornic(a) ( [gó-] ) -ιά με συγκ. του άτ. [i] πλάι σε [r] και αποβ. του [n] για απλοπ. του συμφ. συμπλ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γκλαβουτσιά, η [glavu’tsça]

    γκλαβουτσιά, η [glavu’tsça]: είδος δέντρου. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γκομιάζω [go’mɲazo]

    γκομιάζω [go’mɲazo]: πλησιάζω κάποιον. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γκέκας [‘gekas]

    γκέκας, ο [‘gekas]: όνομα σκύλου. [αλβ. gege -ας]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γκεσέμι, το [ge’semi]

    γκεσέμι, το [ge’semi]: κριάρι ή τράγος που οδηγεί το κοπάδι. [τουρκ. kösem -ι με τροπή του αρχικού [k > g] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: καμήλα – γκαμήλα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γκιάζεται [‘ɟazete]

    γκιάζεται (δε) [‘ɟazete]: (έκφραση) δεν μπορείς να αγγίξεις κάτι εξαιτίας του πολύ διάχυτου πόνου.

  • γκιάζω [‘ɟazo]

    γκιάζω [‘ɟazo]: αγγίζω.

  • γκιό, το [ɟο]

    γκιό, το [ɟο]: το δοχείο. [αρχ. ἀγγεῖον (δες αγγείο ) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < (α)γγείο].