Κατηγορία: Γ
-
γέννημα, το [‘γenima]
γέννημα, το [‘γenima]: (μτφ.) η σοδιά.
-
γανίλα, η [γa’nila]
γανίλα, η [γa’nila]: η βρώμα, η σκουριά. [γαν(ώνω) -ίλα].
-
γαϊδουρομούτσουνος [γaiðuro’mutsunos]
γαϊδουρομούτσουνος, -η, -ο [γaiðuro’mutsunos]: ο χοντροκέφαλος. [γαϊδούρ(ι) -ο- μουτσούν(α) -ος].