Κατηγορία: Γ
-
γαλαζώνω [γala’zono]
γαλαζώνω [γala’zono]: ραντίζω με διάλυμα θειϊκού χαλκού. [γαλάζ(ιο) -ώνω].
-
γροθαρόμαντρα, η [γroθa’romandra]
γροθαρόμαντρα, η [γroθa’romandra]: μάντρα από γροθάρια (μικρά κλαδιά ελιάς). [γροθάρ(ι) -ο- μάντρα].
-
γρανί, το [γra’ni]
γρανί, το [γra’ni]: μικρός λάκκος ανάμεσα στα χωράφια.
-
γάρτσα, η [‘γartsa]
γάρτσα, η [‘γartsa]: βρωμιά.
-
γουλισιά, η [γuli’sça]
γουλισιά, η [γuli’sça]: λάσπη από υπερχείλιση ποταμού.
-
γιομίδια, τα [ʝo’miðʝa]
γιομίδια, τα [ʝo’miðʝa]: άχρηστα κομμάτια ρούχων που χρησιμοποιούνται για γέμισμα (π.χ. μαξιλάρια): ‘Πάρε γιομίδια για το μαξιλάρι να γίνει πιο αφράτο’. [αρχ. γεμίζω ‘φορτώνω΄ < γιομ(ίζω) ίδια]. Και: https://ilialang.gr/γεμίδια-γιομίδια/
-
γιαραμπής, ο [ʝara’mbis]
γιαραμπής, ο [ʝara’mbis]: ο Θεός [γιαραμπής ‘Aλλάχ’ < τουρκ. ya Rabbi ‘ω Θεέ μου΄ (επίκληση σε προσευχή) (από τα περσ.)]. Και: https://ilialang.gr/γεραμπής-ή-γιαραμπής/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γιάτρατος [‘ʝatratos]
γιάτρατος, η, ο [‘ʝatratos]: για κοίτα τον: ‘Γιάτρατην πως κατεβαίνει!’ [για + αρχ. τηρ(ῶ) ‘παρατηρώ΄ (η σημερ. σημ. μσν.) μεταπλ. -άω]. Και: https://ilialang.gr/γιάρατος-ή-γιάτρατος/
-
γλέπω [‘γlepo]
γλέπω [‘γlepo]: βλέπω. [βλέπω με τροπή του βλ σε γλ]. Και: https://ilialang.gr/γλέπω/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γνάτι, το [‘γnati]
γνάτι, το [‘γnati]: το πείσμα. [τουρκ. inat -ι]. Και: https://ilialang.gr/ινάτι-το-inati/ Και: https://ilialang.gr/γινάτι-το-jinati/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γουρμάω [γu’rmao]
γουρμάω [γu’rmao]: α. ωριμάζω. β. χτυπάω άσχημα: ‘Θα σε γουρμάσω στο ξύλο’ (θα σε χτυπήσω πολύ). Και: https://ilialang.gr/γουρμάζω-γουρμάω/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γλινόχωμα, το [γli’noxoma]
γλινόχωμα, το [γli’noxoma]: ο τόπος που κρατά νερό. [γλίν(α) -ο- χώμα].
-
γωνιακό, το [γonia’ko]
γωνιακό, το [γonia’ko]: χωράφι που βρίσκεται σε γωνία. [γωνιακ(ός) -ό].
-
γαλομέτρα, η [γalo’metra]
γαλομέτρα, η [γalo’metra]: κανάτα μέτρησης γάλακτος. [< γάλ(α) -ο- μέτρ(ο) -α].
-
γρίβας, ο [‘γrivas]
γρίβας, ο [‘γrivas]: το ψαρί άλογο. [μσν. γρίβας ίσως < γοτθικό *grêwa ‘γκρίζος΄ -ς]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γριτζάλλα, η [γri’ndzala]
γριτζάλλα, η [γri’ndzala]: το καλάμι. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γροθάρι το [γro’θari]
γροθάρι, το [γro’θari]: η μικρή ελιά: ‘κλάδευε τα γροθάρια’. [γρόνθ(ος) –άρι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γρούσπη, η [‘γruspi]
γρούσπη, η [‘γruspi]: λάσπη. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γύρος, ο [‘ʝiros]
γύρος, ο [‘ʝiros]: (μτφ.) πλέγμα από λεπτό νήμα σε σχήμα ταινίας, που το χρησιμοποιούν για να διακοσμήσουν ρούχα, κεντήματα κτλ. [ελνστ. γῦρος ‘κύκλος΄]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γυφτόπιασμα, το [ʝi’ftopçazma]
γυφτόπιασμα, το [ʝi’ftopçazma]: (μτφ.) ο βρομιάρης, ο παλιάνθρωπος. [γύφτ (ος) -ο + πιάνω -σμα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i