Κατηγορία: Β
-
βουρλίζομαι [vu’rlizome]
βουρλίζομαι [vu’rlizome]: τρελαίνομαι, νευριάζω. [βούρλ(ο) -ίζομαι].
-
βουρλίδι, το [vu’rliði]
βουρλίδι, το [vu’rliði]: κλωστή που βγαίνει από το φυτό βούρλο. [<βούρλ(ο) -ίδι].
-
βουντούχλας, ο [vu’duxlas]
βουντούχλας, ο [vu’duxlas]: παχύς άνθρωπος: ‘Αυτός είναι τελείως βουντούχλας’.
-
βορός, ο [vo’ros]
βορός, ο [vo’ros]: το πέρασμα.
-
βοριάζω [vo’rʝazo]
βοριάζω [vo’rʝazo]: στριμώχνω.
-
βλάγκος, ο [‘vlagos]
βλάγκος, ο [‘vlagos]: όνομα αλόγου που έχει ίδιο χρώμα στο σώμα του και διαφορετικό στο κούτελο.
-
βιός, το [‘vʝos]
βιός, το [‘vʝos]: η περιουσία. [μσν. βίος, το (με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) < αρχ. βίος, ὁ (μεταπλ.)· αποβ. του τελικού [s] κατά τα άλλα ουδ. σε -ο].
-
βίκα, η [‘vika]
βίκα, η [‘vika]: η στάμνα από πηλό. [αρχ. βῖκος ‘μικρό πιθάρι’].
-
βερβερίζω [verve’rizo]
βερβερίζω [verve’rizo]: πονάω πολύ. [τούρκ. veresiye -ίζω].
-
βεντέμα, η [ve’ndema]
βεντέμα [ve’ndema]: ο τρύγος [<βεν. vendema].
-
βελέσι, το [ve’lesi]
βελέσι, το [ve’lesi]: ένδυμα από γυναικείο μεσοφόρι. [βεν. valessio].
-
βελανιδόκουπα, η [velani’ðokupa]
βελανιδόκουπα, η [velani’ðokupa]: ο ανθός του βελανιδιού. [< βελανίδ(ι) -ο- κούπα].
-
βελάνι, το [ve’lani]
βελάνι, το [ve’lani]: ο καρπός της βελανιδιάς.
-
βατουκλιά, η [vatu’kʎa]
βατουκλιά, η [vatu’kʎa]: φράχτης από βάτα.
-
βατεύω [va’tevo]
βατεύω [va’tevo]: ζευγαρώνω ζώα. [ελνστ. βατεύω].
-
βαρκό, το [va’rko]
βαρκό, το [va’rko]: το ακαλλιέργητο χωράφι που κρατάει νερό.
-
βαρβατσούλι, το [varva’tsuli]
βαρβατσούλι, το [varva’tsuli]: (μειωτ.) ανήλικος που ερωτοτροπεί. [λατ. barbatus ‘που έχει γένια (barba)΄ (δηλ. όχι ευνούχος) + τσούλι].
-
βαρβάτος [va’rvatos]
βαρβάτος, -η, -ο [va’rvatos]: ο μη ευνουχισμένος. [λατ. barbatus ‘που έχει γένια (barba)΄ (δηλ. όχι ευνούχος) -ος].
-
βάβα, η [‘vava]
βάβα, η [‘vava]: προσφώνηση των εγγονιών προς την γιαγιά τους. [μσν. *βάβα, βαβά < σλαβ. baba· μσν. *βάβω (πρβ. μσν. μπάμπω) < σλαβ. babo, κλητ. της λ. baba]. Όπως και: https://ilialang.gr/μπάμπω-η-bambo/