Κατηγορία: Β

  • βίπα, η [‘vipa]

    βίπα, η [‘vipa]: κουδούνα για γίδες. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i  

  • βιρδίλα, η [vi’rðila]

    βιρδίλα, η [vi’rðila]: α. η χρυσόμυγα. (Κανελλακόπουλος). β. τα ανδρικά γεννητικά όργανα. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • βίτσα, η [‘vitsa]

    βίτσα, η [‘vitsa]: λεπτή και ευλύγιστη βέργα: ‘Πήρε μια βίτσα και τον χτύπησε στα πόδια’. [μσν. βίτσα < σλαβ. vica]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • βιτσίνα, η [vi’tsina]

    βιτσίνα, η [vi’tsina]: εμβόλιο. [μσν. βίτσ(α) -ίνα < σλαβ. vitsa]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • βλάγκα, η [‘vlaŋga]

    βλάγκα, η [‘vlaŋga]: ξανθιά, ανοιχτόχρωμη γυναίκα. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • βλάμης, ο [‘vlamis]

    βλάμης, ο [‘vlamis] θηλ. βλάμισσα [‘vlamisa]: α. αδελφοποιτός, σταυραδερφός. β. φίλος, σύντροφος. γ. παλικαράς, μάγκας, κουτσαβάκης. [αλβ. vlam -ης· βλάμ(ης) -ισσα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • βλαστημοκοπάου [vlastimoko’pau]

    βλαστημοκοπάου [vlastimoko’pau]: βλασφημάω [μσν. βλασθημώ (ανομ. τρόπου άρθρ. [sθ > st] ) -οκοπάου < ελνστ. βλασφημῶ, αρχ. σημ.: ‘μιλώ με ασέβεια για ιερά πράγματα΄ ( [f > θ] ;)].

  • βιλαέτι, το [vila’eti]

    βιλαέτι, το [vila’eti]: μεγάλη διοικητική περιφέρεια, η επαρχία. [τουρκ. vilâyet -ι < αραβ. wilāja ‘επαρχία΄]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • βετούλι, το [ve’tuli]

    βετούλι, το [ve’tuli]: α. κατσίκι ενός έτους. β. (μτφ.) χαρακτηρισμός για κπ που μοιάζει αλλοπρόσαλλος: ‘Πώς σε έκαμε καημένε; Σα βετούλι ‘σαι!’. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • βίγλα, η [‘viγla]

    βίγλα, η [‘viγla]: σκοπιά, παρατηρητήριο σε ψηλή θέση. [μσν. βίγλα < υστλατ. ρ. *viglare < λατ. vigilare ‘κάνω σκοπός΄, vigilia ‘φρουρά΄]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • βιγλάτορας, ο [vi’γlatoras]

    βιγλάτορας, ο [vi’γlatoras]: σκοπός, φρουρός μιας περιοχής. [βίγλα -τορας]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • βιγλίζω [vi’γlizo]

    βιγλίζω [vi’γlizo]: παρατηρώ. [βίγλ(α) –ίζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • βιζαβί [viza’vi]

    βιζαβί [viza’vi]: (επίρρ. τοπ.) απέναντι, αντίκρυ. [λόγ. < γαλλ. vis-à-vis].

  • βίκος, ο [‘vikos]

    βίκος, ο [‘vikos]: ψυχανθές φυτό που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή. [ελνστ. *βίκος (πρβ. ελνστ. υποκορ. βικίον, διαφ. το αρχ. βῖκος ‘κιούπι΄)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • βερέμης, ο [ve’remis]

    βερέμης, ο [ve’remis]: ο ασθενικός. [τουρκ. Verem -ης]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • βελέντζα, η [ve’lendza]

    βελέντζα, η [ve’lendza]: μάλλινο υφαντό αργαλειού: ‘Έστρωσε τις βελέντζες’ [τουρκ. velenç(e) -α θηλ. κατά τη λ. κουβέρτα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • βελζεβούλης, ο [velze’vulis]

    βελζεβούλης, ο [velze’vulis]: βελζεβούλ. [βελζ-: < βελζεβούλ με προσαρμ. στο κλιτικό σύστημα της δημοτ. -ης· βερζ-: ανομ. υγρών [l-l > r-l]· ζερζ-: υποχωρ. αφομ. [v-z > z-z].

  • βεργάδι, το [ve’rγaði]

    βεργάδι, το [ve’rγaði]: α. κατσίκι δυο χρονών. β. γυναίκα ασουλούπωτη [βέργ(α) -άδι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • βεργάτα, η [ve’rγata]

    βεργάτα, η [ve’rγata]: ύψωμα, μικρός λόφος όπου μπορούσε να καθίσει κάποιος και να εποπτεύει ολόκληρη της περιοχή και σε μεγάλο εύρος. Εκεί καθόταν παλιά ο δραγάτης για να προσέχει μήπως προκληθεί καμιά ζημιά από ζώα σε καλλιέργειες. (Κανελλακόπουλος).

  • βεργολάζα, η [verγo’laza]

    βεργολάζα, η [verγo’laza]: μεγάλο φίδι. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i