Κατηγορία: Β
-
βαρικά, τα [vari’ka]
βαρικά, τα [vari’ka]: τόπος με νερό.
-
βογκίλια, τα [vo’giʎa]
βογκίλια, τα [vo’giʎa]: λαχανικά.
-
βασταγούρι, το [vasta’γuri]
βασταγούρι, το [vasta’γuri]: μεγάλο ζώο, κυρίως, γαϊδούρι. (Κανελλακόπουλος). Και: https://ilialang.gr/βασταγούρα-το/ Και: https://ilialang.gr/βασταγό/
-
βοϊδογλειψιά, η [voiðoγli’psça]
βοϊδογλειψιά, η [voiðoγli’psça]: τούφα μαλλιών που είναι κολλημένη πάνω στο κεφάλι καλύπτοντας το μέτωπο. [βόιδ(ι) -ο- γλείψ(ω) -ιά]. Και: https://ilialang.gr/βοϊδόγλυμα/
-
βαρυγγωμώ [variŋgo’mo]
βαρυγγωμώ [variŋgo’mo]: βαρυγωμώ, δυσανασχετώ: ‘Μη βαρυγωμάς! Δεν είναι δα και κάτι το σπουδαίο!’. [<βαρυγνωμώ. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. (νεότ. γρ. γκο-) [< βαρύ+γνωμώ]. Και: https://ilialang.gr/βαρυγωμού-βαρυγγωμώ-βαρυγωμώ-μτχ-πα/
-
βάκρα, η [‘vakra]
βάκρα, η [‘vakra]: προβατίνα με μαύρο πρόσωπο. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i, Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βουνιά [vu’ɲa]
βουνιά [vu’ɲa]: κοπριά βοοειδών και άλλων μεγάλων ζώων. [βου-: ελνστ. βοών ‘στάβλος βοδιών΄ > βοωνία > βονία (αποφυγή της χασμ.) > βουνιά ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] )· σβου-: ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-vu > tizvu > tis-zvu] ]. […]
-
βρωμούσα, η [vro’musa]
βρωμούσα, η [vro’musa]: ζωύφιο που μυρίζει άσχημα [βρωμ(άω) -ούσα].
-
βροδάλι, το [vro’ðali]
βροδάλι, το [vro’ðali]: το μέρος της στέγης που εξέχει. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βροδολόϊ, το [vroðo’loi]
βροδολόϊ, το [vroðo’loi]: συνεχόμενες δυνατές βροντές. [βροντ(ή) -ολόι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βρομίστρα, η [vro’mistra]
βρομίστρα, η [vro’mistra]: το χοντροκομμένο άχυρο της βρόμης. [βρόμ (η) + -στρα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βρούβα, η [‘vruva]
βρούβα, η [‘vruva]: (συνήθ. πληθ.): διάφορα αυτοφυή χόρτα και βλαστοί φυτών που τρώγονται. [αβέβ. ετυμ.· πιθ. σχετ. με λατ. – ιταλ. volva (REW 9442, DEI) ή λατ. ulva (REW 9042). Η λ. στο Du Cange (η) και σήμ.].
-
βρούντζος, ο [‘vrundzos]
βρούντζος, ο [‘vrundzos]: η χρυσόμυγα. [αρχ. βροῦντζος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βρακοζώνα, η [vrako’zona]
βρακοζώνα, η [vrako’zona]: ζώνη που συγκρατούσε το βρακί γύρω από τη μέση [βρακοζών(ι) μεγεθ. -α· μσν. βρακοζώνι < βρακ(ί) -ο- + ζών(η) υποκορ. -ι(ον)]. Όπως και: https://ilialang.gr/βρακοζώνι-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βουρλιάζω [vu’rʎazo]
βουρλιάζω [vu’rʎazo]: συγκεντρώνω, συναρμολογώ [βούρλ(ο) -ιάζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βουρλίζω [vu’rlizo]
βουρλίζω [vu’rlizo] -ομαι: κάνω κπ. έξαλλο, τον τρελαίνω: ‘Μην με βουρλίζεις τώρα!’ [μσν. βουρλίζω ‘τρέμω σαν βούρλο΄ < βούρλ(ο) -ίζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βουρλίμι, το [vu’rlimi]
βουρλίμι, το [vu’rlimi]: είδος φυτικού σπάγκου που χρησιμοποιείται για το δέσιμο των εμβολίων στα δέντρα, τα μπόλια.
-
βούτα, η [‘vuta]
βούτα, η [‘vuta]: α. αρπαγή. β. το δοχείο των σιδεράδων που το χρησιμοποιούσαν για να βάφουν. γ. ξύλινο δοχείο για τα τσίπουρα. δ. το βούτηγμα της μπουκιάς: ‘Έκανα κάτι βούτες στο φαί’. [βουτ(ώ) -α]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βραγιά, η [vra’ʝa]
βραγιά, η [vra’ʝa]: α. το καθένα από τα καλλιεργημένα τμήματα κήπου που είναι φυτεμένος με άνθη ή λαχανικά. β. φυσικός φράχτης κήπου. γ. (μτφ.) κομμάτι από κάτι: ‘Έφαγε μια ολόκληρη βραγιά από το γλυκό στο ταψί’ (μεγάλη ποσότητα) [ίσως ιταλ. (διαλεκτ.) bra(ia) -ιά]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βουνό, το [vu’no]
βουνό, το [vu’no]: (μτφ.) μεγάλη πέτρα. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i