Κατηγορία: Α

  • ανημποριά, η [animbo’rʝa]

    ανημποριά, η [animbo’rʝa]: ασθένεια, αρρώστια, αδιαθεσία, αδυναμία, εξάντληση. [ανήμπορ(ος) -ιά]. Και: https://ilialang.gr/ανημπόρια-η/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • άνοιγο, το [‘aniγo]

    άνοιγο, το [‘aniγo]: το κλειστό. [ανοίγ(ω) -ο].

  • αντάρα, η [a’ndara]

    αντάρα, η [a’ndara]: το σκοτείνιασμα της ατμόσφαιρας από σύννεφα ομίχλης που προμηνύει φοβερή καταιγίδα και με επέκταση φοβερή κακοκαιρία ή δυνατός άνεμος. [μσν. αντάρα < *ανταρ(άσσω) -α (αναδρ. σχημ.) < αρχ. ἀναταράσσω ‘ανακατώνω, αναστατώνω΄ με ανομ. αποβ. του μεσαίου [a]]. https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αναφαγιά, η [anafa’ʝa]

    αναφαγιά, η [anafa’ʝa]: η αφαγία: ‘Παιδιά αδύνατα απ’ την αναφαγιά’. [ανάφαγ(ος) -ιά]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αναφουφουλιάζω [anafufu’ʎazo]

    αναφουφουλιάζω [anafufu’ʎazo]: ανασηκώνω: ‘Αναφουφούλιασα το μαξιλάρι’. [ανα- + φουφούλ(α) + -ιάζω (αγνωστη ετυμολογία)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αναχαράσσω [anaxa’raso]

    αναχαράσσω [anaxa’raso]: αναχαράζω, μασώ ξανά την τροφή μου. [μτγν. αναχαράσσω]. Και: https://ilialang.gr/αναχαράζω/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ανάχρεια, τα [a’naxrʝa]

    ανάχρεια, τα [a’naxrʝa] (συνήθως πληθυντικό): τα χρήσιμα εργαλεία του νοικοκυριού [αν(α)- αρχ. χρεία (λόγ. έκφρ.: από φρ. της Κ.Δ.)]. Και: https://ilialang.gr/αναχρικά-τα/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αναχρικά, τα [anaxri’ka]

    αναχρικά, τα [anaxri’ka]: τα απαραίτητα πράγματα του σπιτιού (κυρίως, κουζινικά), τα οποία φυλούσαν για ώρα ανάγκης. [αν(α) χρ(ηστ)ικά]. Και: https://ilialang.gr/ανάχρεια/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ανατσουτσούρισμα, το [anatsu’tsurizma]

    ανατσουτσούρισμα, το [anatsu’tsurizma]: ανατριχίλα: ‘Με έπιασε ένα ανατσουτσούρισμα!’. [αν(α) + τσουτσούρισμα (άγνωστη προέλευση)].

  • ανάρτηγο, το [a’nartiγo]

    ανάρτηγο, το [a’nartiγo]: το νηστίσιμο: ‘Το φαγητό είναι ανάρτηγο’. [ανα- + αρχ. ἄρτ(ος) -ηγος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ανασκουμπώνομαι [anasku’mbonome]

    ανασκουμπώνομαι [anasku’mbonome]: (παθ., μτφ.) ετοιμάζομαι, συνήθ. δραστήρια, για να κάνω κτ.: ‘Aνασκουμπώνομαι για δουλειά’. [μσν. ανασκουμπώνω < ανασκομπώνω ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [mb] ) < ανακομπώνω (ανάπτ. -σ- ίσως από επίδρ. του ανασηκώνω) < ανακομπ(ώ) ‘σηκώνω το ρούχο μου, σηκώνω τα μανίκια΄ -ώνω < ανα- κόμπ(ος) -ώ]. […]

  • ανασμίδι, το [ana’smiði]

    ανασμίδι, το [ama’smiði]: το μικρό γουρούνι.

  • ανατσαπουλιάζω [anatsapu’ʎazo]

    ανατσαπουλιάζω [anatsapu’ʎazo]: ξαναβρίσκω τη δύναμή μου μετά από κάποια ασθένεια, ανακάμπτω: ‘Ανατσαπούλιασα και βγήκα πάλι στο χωράφι’. [αν(α)- + τσαπουλιάζω (άγνωστη ετυμολογία)]. (Κανελλακόπουλος). Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ανανοήθηκα [anano’iθika]

    ανανοήθηκα [anano’iθika]: μισοξύπνησα. [ίσως, αν(α)- + αρχ. νοῶ (ουσ.: ελνστ. νοούμενον ‘έννοια΄)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ανακούρκουδα [ana’kurkuða]

    ανακούρκουδα [ana’kurkuða]: (επίρρ.): α. με λυγισμένα γόνατα και με το σώμα να στηρίζεται στα δάχτυλα των ποδιών. β. ανακατεμένα: ‘Τα βρήκα όλα ανακούρκουδα’ [ίσως < ανα- ελνστ. κλωκυδά < αρχ. ὀκλαδόν]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ανάλλαγος [a’nalaγos]

    ανάλλαγος, -η, -ο [a’nalaγos]: ο βρώμικος. [ανα + αλλαγ(ή) –ος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αναλουσιά, η [analu’sça]

    αναλουσιά, η [analu’sça]: η απλυσιά. [αν(α) + λουσ(ιμο) –ιά]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αναμουτεύω [anamu’tevo]

    αναμουτεύω [anamu’tevo]: αναζωογονούμαι. [ανά- + ουσ. μούτα + κατάλ. ‑εύω ‘αποβάλω το πτέρωμα και αποκτώ καινούργιο’· πβ. μεσν. λατ. mutare (Du Cange, Lat., στη λ. 1). Τ. ‑εύγω στο Somav. Η λ. στο Meursius (λ. μούτα)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αναζουπάω [anazu’pao]

    αναζουπάω [anazu’pao]: αναρρώνω: ‘Αναζούπισε ο παππούς κι άρχισε πάλι να τρυγά’. [ανά + ζουπάω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αναγαλακούνου [anaγala’kunu]

    αναγαλακούνου [anaγala’kunu]: ανακατώνω κυρίως αλεύρι ή πίτουρα. [ανά- + γαλακούνου (άγνωστη ετυμολογία]. Και: https://ilialang.gr/αναγαλακιάζου-anaγalaciazu/