Κατηγορία: Α
-
αποβροχάρι, το [apovro’xari]
αποβροχάρι, το [apovro’xari]: μετά τη βροχή. [από + βροχ(ή) -άρι]. (Κανελλακόπουλος).
-
απογειάδα, η [apo’ʝaða]
απογειάδα, η [apo’ʝaða]: ο αέρας που φυσά από την ξηρά. [αρχ. απόγει(ος) -άδα]. (Κανελλακόπουλος).
-
απίκου [a’piku]
απίκου [a’piku]: (επιρρ. τροπ.) (προφ.) στη Φράση: ‘είμαι απίκου’: είμαι σε ετοιμότητα. [ιταλ. a picco].
-
απανιγώμι, το [apani’γomi]
απανιγώμι, το [apani’γomi]: κτ πάνω από το φορτίο. https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
απαυτώνω [apa’ftono]
απαυτώνω [apa’ftono]: εκτελώ σεξουαλική πράξη: ‘Tην απαύτωσε’. [απαυτ(ός) -ώνω] Και: https://ilialang.gr/αυτώνω/ Και: https://ilialang.gr/τετοιώνω/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
απέριορα [a’perʝora]
απέριορα [a’perʝora]: (επιρρ.) α. πέρα από τα όρια. β. μεσάνυχτα. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
απέρναγος [a’pernaγos]
απέρναγος, -η, -ο [a’pernaγos]: απέραστος. [α- + περν(άω) -αγος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
απηδοφράχτα, η [apiðo’fraxta]
απηδοφράχτα, η [apiðo’fraxta]: γυναίκα που πηδάει πάνω από φράχτες για να πάει κάπου με πονηρό σκοπό. [α- +πηδ(ώ) –ο- + φράχτ(ης) -α]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αξάγκλυγος [a’ksaŋgliγos]
αξάγκλυγος, -η, -ο [a’ksaŋgliγos]: αχτένιστος, απεριποίητος: ‘Είναι μια αξάγκλυγη γυναίκα’ [ίσως, ξαγκλύζω & ξεγκλύζω ← α-*εξεγκλύζω < εγκλύζω].
-
απάγκιος [a’panɟos]
απάγκιος, -α, -ο [a’panɟos]: αυτός που προστατεύεται από τον άνεμο και γενικά την κακοκαιρία· απάνεμος. [απ(ο)- αρχ. ἄγκ(ος) ‘χαράδρα΄ -ιος]. Και: https://ilialang.gr/απάγκιο-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
απαλλαξίδια, τα [apala’ksiðʝa]
απαλλαξίδια, τα [apala’ksiðʝa]: μια αλλαξιά ρούχα. (Κανελλακόπουλος). [απαλλάσσω από τον αορ. απαλλάξα -ίδια]. Και: https://ilialang.gr/αλλαξιά-η/
-
άνταφλα [‘andafla]
άνταφλα [‘andafla]: (επιρρ.) απότομα, αδέξια: ‘Τι λογά περπατάς έτσι, άνταφλα!’. (Κανελλακόπουλος).
-
αντί, το [a’ndi]
αντί, το [a’ndi]: κυλινδρικό εξάρτημα του αργαλειού πάνω στο οποίο τυλίγεται το νήμα. [αρχ. ἀντίον με αποφυγή της χασμ. και αποβ. του τελικού -ν].
-
αντίδερο, το [a’ndiðero]
αντίδερο, το [a’ndiðero]: αντίδωρο: ‘Ο παπάς μοιράζει τα αντίδερα και ο κόσμος κατηφορίζει’. [λόγ. < ελνστ. ἀντίδωρον, αρχ. σημ.: ‘δώρο για ανταμοιβή΄]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αντρίλα, η [a’ndrila]
αντρίλα, η [a’ndrila]: η μυρωδιά που βγαίνει από το σώμα του άντρα. [άντρ(ας) + -ίλα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ανυφάντρα, η [ani’fandra]
ανυφάντρα, η [ani’fandra]: η υφάντρα. [ανυφ(αίνω) -άντρα]. Βλ.: https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=ανυφαίνω&dq= Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ανώρας [a’noras]
ανώρας [a’noras]: (επιρρ.) νωρίς πρωί- πρωί. [<αρχ. έκφρ. εν ώρᾳ (Χατζ., Λεξ., λ. ανώ-)· πβ. ιδιωμ. ανώρως -α (Andr., λ. ένωρος) και τηνωράς (Dawkins, Μαχ. Β΄, σ. 237)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
άνοιγο, το [‘aniγo]
άνοιγο, το [‘aniγo]: το κλειστό. [ανοίγ(ω) -ο].
-
αντάρα, η [a’ndara]
αντάρα, η [a’ndara]: το σκοτείνιασμα της ατμόσφαιρας από σύννεφα ομίχλης που προμηνύει φοβερή καταιγίδα και με επέκταση φοβερή κακοκαιρία ή δυνατός άνεμος. [μσν. αντάρα < *ανταρ(άσσω) -α (αναδρ. σχημ.) < αρχ. ἀναταράσσω ‘ανακατώνω, αναστατώνω΄ με ανομ. αποβ. του μεσαίου [a]]. https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ανεβατή, η [aneva’ti]
ανεβατή, η [aneva’ti]: (μτφ.) η μπομπότα. [μσν. ανεβατός -ή < ελνστ. ἀναβατός ‘εύκολος να τον ανεβείς΄, κατά το αναβάζω > ανεβάζω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i