Κατηγορία: Α
-
ασκέρι, το [a’skeri]
ασκέρι, το [a’skeri]: ομάδα ανθρώπων, οικογένεια: ‘Ήρθε μ’όλο του τ΄ασκέρι’. [τουρκ. asker -ι].
-
αρταίνουμαι [a’rtenume]
αρταίνουμε [a’rtenume]: παραβαίνω τη θρησκευτική νηστεία τρώγοντας απαγορευμένες τροφές: ‘Θα μεταλάβω και δεν αρταίνουμαι’ [μσν. αρτ(ώ) μεταπλ. -αίνω < αρχ. ἀρτ(ύω) ‘μαρινάρω κρέας΄ μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. αρτυσ-]. Και: https://ilialang.gr/αρταίνομαι/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
άρτζι μπούρτζι [‘ardzi ‘burdzi]
άρτζι μπούρτζι [‘ardzi ‘burdzi]: (επίρρ.) χωρίς τάξη ή λογική συνοχή, ανάκατα, φύρδην μίγδην [παλ. σημ.: ‘κατάλυση των πάντων΄ < μσν. Aρτζιβούριν (από τα αρμεν.) ‘κατάλυση της νηστείας την Τετάρτη και Παρασκευή της εβδομάδας του Τελώνη και Φαρισαίου΄, με τροπή [v > b] και επανάλ. του [dz] στο δεύτερο μέρος της λ.· αποηχηροπ.: [dz > ts]]. Βλ. […]
-
αρτσίδι [a’rtsiði]
αρτσίδι [a’rtsiði]: (επιρρ.) βρεγμένος ως το κόκκαλο, λούτσα. (Κανελλακόπουλος).
-
ασαλάχητος [asa’laçitos]
ασαλάχητος, -η, -ο [asa’laçitos]: αυτός που δεν παίρνει από λόγια. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ασίκης, ο [a’sicis]
ασίκης ο [a’sicis], θηλ. ασίκισσα [a’sicisa]: λεβέντης, παλικάρι, παλικαράς. [τουρκ. aşιk ‘ερωτευμένος, λαϊκός τραγουδιστής΄ (από τα αραβ.) -ης· ασίκ(ης) -ισσα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αρμούτσος, ο [a’rmutsos]
αρμούτσος, ο [a’rmutsos]: τραχανάς με άλμη.
-
αρνάδα, η [a’rnaða]
αρνάδα, η [a’rnaða]: χρονιάρα προβατίνα που κρατήθηκε για αναπαραγωγή [αρν(ί) -άδα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αρνόκουρα, τα [a’rnokura]
αρνόκουρα, τα [a’rnokura]: μαλλιά από την κουρά των αρνιών [αρν(ί) -ο- κουρά]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αρουλιέμαι [aru’ʎeme]
αρουλιέμαι [aru’ʎeme]: ουρλιάζω. (Κανελλακόπουλος).
-
αρούπωτος [a’rupotos]
αρούπωτος, -η, -ο [a’rupotos]: αχόρταγος: ‘Φτούνο το παιδί μπίτι αρούπωτο ‘ναι’. [α- + ρουπ(ώνω) -ωτος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αρούρι, το [a’ruri]
αρούρι, το [a’ruri]: παραφθορά της λέξης αρουραίος, δηλώνοντας τον τύπο που προκαλεί αναστάτωση, προβλήματα και δεν συμβιβάζεται με το κατεστημένο μιας παρέας, της κοινωνίας κλπ. Ωστόσο αυτός ο τύπος μπορεί να διαθέτει χαρακτηριστικά, όπως ευστροφία, εξυπνάδα. [αρουρ(αίος) -ι].
-
αρποκολλήθηκα [arpoko’liθika]
αρποκολλήθηκα [arpoko’liθika]: μάλλωσα με κάποιον. (Κανελλακόπουλος).
-
αρμάρι, το [a’rmari]
αρμάρι, το [a’rmari]: συρτάρι ή ράφι. [μσν. ερμάριον < αρμάριον με τροπή [a > e] ίσως από επίδρ. του [r]· μσν. αρμάρι(ν) < αρμάριον < λατ. armar(ium) -ιον]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αρμολόι, το [armo’loi]
αρμολόι, το [armo’loi]: γέμισμα των αρμών του τοίχου. [αρχ. ουσ. αρμ(ός) -όλοι]. Και: https://ilialang.gr/αρμολόισμα/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αρμολόισμα, το [armo’loizma]
αρμολόισμα, το [armo’loizma]: η συναρμογή (σύνδεση, συνένωση κ.ά.) δύο αντικειμένων κατά ένα τμήμα της επιφάνειάς τους. [αρχ. αρμ(ός) -ολόισμα]. Όπως και: https://ilialang.gr/αρμολόι-το/
-
αρκουδόβατο, το [arku’ðovato]
αρκουδόβατο, το [arku’ðovato]: το άγριο αναρριχώμενο βάτο που φυτρώνει συνήθως σε κυπαρίσσια. [αρκούδ(α) -ο- βάτο]. (Κανελλακόπουλος).
-
αρκουμάνι, το [arku’mani]
αρκουμάνι, το [arku’mani]: (μτφ.) ο εύσωμος, το θηρίο. [αρκού(δα) -μάνι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αρμακάς, ο [arma’kas]
αρμακάς, ο [arma’kas]: στοίβα, σωρός. [έρμαξ με αδομοίωση και αλλαγή γένους < αρχ. έρμα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αργητό, το [arγi’to]
αργητό, το [arγi’to]: καθυστέρηση: ‘Το αργητό του είναι συνηθισμένο’. [αργ(ώ) -ητό]. https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i