Κατηγορία: Α
-
αγανάχτια, η [aγa’naħtia]
αγανάχτια, η [aγa’naħtʝa]: στεναχώρια. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αγλέγουρας, ο [a’γleγuras]
αγλέγουρας, ο [a’γleγuras]: είδος δηλητηριώδους φυτού. Φράση: τρώω τον αγλέγουρα, πάρα πολύ. [αρχ. ἑλλέβορος > *ελέβουρος ([o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] και του [r]) > *αλέβουρος (τροπή [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-el > enal > en-al]) > *αλέουρος (με αποβ. του μεσοφ. [v]) και μεταπλ. […]
-
αβρωνιά, η [avro’ɲa]
αβρωνιά, η [avro’ɲa]: είδος βοτάνου, το λεγόμενο ‘βρυωνία’. Βλ.: https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=αβρωνιά&dq= Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αβούλιαρος, ο [a’vuʎaros]
αβούλιαρος, ο [a’vuʎaros]: είδος βελονοειδούς φυτού.
-
αβέρτα [a’verta]
αβέρτα [a’verta]: (επιρρ.) χωρίς κανέναν περιορισμό. [αβέρτ(ος) επίρρ. -α].
-
αβγατάω [avγa’tao]
αβγατάω [avγa’tao]: μεγαλώνω, αυξάνω. [μσν. αβγατίζω < εβγατίζω ( [e > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-ev > nav > n-av] ) < *εβγατ(ός) -ίζω < ελνστ. ἐκβατός ‘που συντελείται΄, με αφομ. ηχηρ. [kv > γv] και αντιμετάθ. [γv > vγ] (σύγκρ. βγαίνω < *εγβαίνω < εκβαίνω)]. Και: https://ilialang.gr/αυγατίζου-avγatizu/ Όπως επίσης: https://ilialang.gr/αυγαταίνω-αυγατάω/ […]
-
αβαρία, η [ava’ria]
αβαρία, η [ava’ria]: βλάβη ή ζημιά που παθαίνει το πλοίο ή το φορτίο του στη διάρκεια του ταξιδιού [ιταλ. avaria < αραβ. ῾awāriya]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αβάρεγος [a’vareγos]
αβάρεγος, -η, -ο [a’vareγos]: αχτύπητος. [α- + βαρ(άω) -εγος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αβάρα, η [a’vara]
αβάρα, η [a’vara]: παράσιτο που τρέφεται απο το αίμα των ζώων. [αβαρ(άρω) -α (αναδρ. σχημ.)].