Κατηγορία: Α
-
αγουριέμαι [aγuꞋrʝeme]
αγουριέμαι [aγuꞋrʝeme]: οδύρομαι με ένταση φωνής ανάλογης με ενός σκυλιού που κλαίει. [ αρχ. αγ- ωρ(ύομαι) -ιέμαι με τροπή ωρ σε ουρ].
-
άωρος [Ꞌaoros]
άωρος, -η, -ο [‘aoros]: ανώριμος, ο άγουρος: ‘Άωροι καρποί’. [αρχ. άωρος ‘άκαιρος’]. Συνώνυμο: https://ilialang.gr/άγουλο-το/
-
αγουρίδα, η [aγuꞋriða]
αγουρίδα, η [aγu’riða]: γεύση άγουρου φρούτου: ‘Σκέτη αγουρίδα είναι τούτο δω το φρούτο’ (άνοστο). [άγουρ(ος) –ίδα]. Και: https://ilialang.gr/αγουρίλα-η/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
άγουλο, το [Ꞌaγulo]
άγουλο, το [Ꞌaγulo]: φρούτο που δεν έχει ωριμάσει. [μσν. άγουρος με τροπή του -ρ- σε -λ- < ελνστ. ἄωρος με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ. και τροπή του άτ. [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του [r], αρχ. σημ.: ‘όχι στην ώρα του’· άγουρ(ος) -ούτσικος]. Συνώνυμο: https://ilialang.gr/άωρος-ο/
-
άγνωρα, τα [Ꞌaγnora]
άγνωρα, τα [a’γnora]: τα άγνωστα: ‘Σε όσα είν’ αγνώρα, μην κι ανακατώνεσαι’. [α- γνωρ(ίζω) –α]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αγνάντιο [aꞋγnandʝo]
αγνάντιο [aꞋγnandʝo]: χώρος, τόπος, απ΄ όπου μπορεί κανείς ν΄ αγναντεύει· αγνάντεμα: ‘Bγήκε στ΄ αγνάντιο, για να βλέπει το παιδί’. [ουδ. του *αγνάντιος < αρχ. ἐναντίος ‘ο απέναντι΄ με επίδρ. του αγνάντια· αγνάντι: κατά το αγνάντια – αγνάντι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αγλείφομαι [aꞋγlifome]
αγλείφομαι [aꞋγlifome]: γλείφω, γλείφομαι. [α- + γλείφομαι].
-
αγκωνάρι, το [aŋgoꞋnari]
αγκωνάρι, το [aŋgoꞋnari]: μεγάλη πέτρα πελεκημένη, παραλληλόγραμμη, που μπαίνει συνήθ. στις γωνίες των οικοδομών. [μσν. αγκωνάριν < αρχ. ἀγκων- : ‘γωνία τοίχου’ -άριν]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αγκρουμάζουμαι [aŋgruꞋmazume]
αγκρουμάζουμαι [aŋgruꞋmazume]: κρυφακούω. [αρχ. ἐπακροῶμαι ‘ακούω προσεκτικά’ > μσν. *επακρώμαι (αποφυγή της χασμ.) > *απακρώμαι (παρετυμ. απ(ο)-) > *αφακρώμαι (από επίδρ. των αφορῶ `’κοιτάζω προσεκτικά’ (δες αφορώ), αρχ. ὑφορῶμαι ‘κοιτάζω με καχυποψία’) > μσν. αφουκρούμαι ( [a > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του υπερ. [k] ) > μεταπλ. αφουκράζομαι (αναλ. προς τα κρεμώ – κρεμάζω, κοπιώ – κοπιάζω) (τροπή [kr > gr] ;)]. Και: https://ilialang.gr/αγκρουμάζομαι/
-
αγκοφοριέμαι [aŋgofoꞋrʝeme]
αγκοφοριέμαι [aŋgofoꞋrʝeme]: βαριανασαίνω από τους πόνους. [μσν. αγκο(μαχώ) + φορ(άω) -ιέμαι < ελνστ. ὀγκ(ῶ) `τεντώνω΄ -ο- + -μαχώ (< μάχομαι) κατά το ψυχομαχώ, τροπή [o > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-oŋg > naŋg > n-aŋg] ]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αγκομαχάου [agomaꞋxau]
αγκομαχάου [agomaꞋxau]: ανασαίνω βαριά, με κόπο, λαχανιάζω εξαιτίας πάθησης, κούρασης, ζέστης κτλ., βογκώ, ασθμαίνω. [μσν. αγκομαχ(ώ) -άου < ελνστ. ὀγκ(ῶ) ‘τεντώνω’ -ο- + -μαχώ (< μάχομαι) κατά το ψυχομαχώ, τροπή [o > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-oŋg > naŋg > n-aŋg] ]. Και: https://ilialang.gr/αγκομαχάω/
-
αγιάζι, το [aꞋʝazi]
αγιάζι, το [aꞋʝazi]: η νυκτερινή έντονη ψύχρα με υγρασία: ‘Τη νύχτα που πέφτει το αγιάζι’. [τουρκ. ayaz -ι].
-
αγγλάδω, η [a’ŋglaðo]
αγγλάδω, η [a’ŋglaðo]: πολύ ατημέλητη γυναίκα. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αγγλιά, τα [a’ŋgʎa]
αγγλιά, τα [a’ŋgʎa]: τα μεγάλα δοχεία από λαμαρίνα στα οποία έβαζαν το λάδι οι λιτρουβιάρηδες. [μσν. αγγειό -λιά].
-
αγγελό, το [aŋge’lo]
αγγελό, το [aŋge’lo]: οικειακό δοχείο. [μσν. αγγειό]. Όπως και: https://ilialang.gr/αγγειό-το/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αγγελίζω [aŋge’lizo]
αγγελίζω [aŋge’lizo]: προσφέρω στους φτωχούς ελεημοσύνη. [αγγελ(ία) -ίζω]. Και: https://ilialang.gr/αγγελίζου/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αγγειά, τα [a’ŋɟa]
αγγειά, τα [a’ŋɟa]: α. οικιακά σκεύη. β. (μτφ.) τα ανδρικά γεννητικά όργανα. γ. τα χάλκινα σκεύη που χρησιμοποιούσε ο τσοπάνης για διάφορες εργασίες, όπως το άρμεγμα, το πήξιμο του τυριού κλπ. [μσν. αγγειό < αρχ. ἀγγεῖον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αγγειό, το [a’ŋɟo]
αγγειό, το [a’ŋɟo]: σκεύος, δοχείο, συνήθ. πήλινο ή χάλκινο, για οικιακή χρήση: ‘Mαζεύτηκαν οι κυράδες με τ’ αγγειά τους’. [μσν. αγγειό < αρχ. ἀγγεῖον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]. Και: https://ilialang.gr/αγγελό-το/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αγανός [aγa’nos]
αγανός, -ή, -ό [aγa’nos]: (για ύφασμα) αραιός, αραιοϋφασμένος. [αρχ. ἀγανός ‘μαλακός, ευγενικός΄]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
άγανο, το [‘aγano]
άγανο, το [‘aγano]: οι πολύ λεπτές αποφύσεις που μοιάζουν με βελόνες στο επάνω μέρος του σταχυού· αθέρας. [ελνστ. ἄκανος ὁ ‘αγκαθωτό κεφάλι φυτού΄ με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > γ] ή από επίδρ. του αρχ. ἄγανον (ξύλον) ‘ξερόκλαδο για προσάναμμα΄ και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]. Όπως και: https://ilialang.gr/αγάνι-το/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i