Κατηγορία: Α
-
αητορίχης, ο [aito’riçis]
αητορίχης, ο [aito’riçis]: ψάρι ποταμιού. [ίσως, αητ(ός) -ο- ρηχ(ά) -ης].
-
αλογοβορός, ο [aloγovo’ros]
αλογοβορός, ο [aloγovo’ros]: μέρος με νερό όπου πηγαίνουν τα άλογα. [άλογ(ο) -ο- βορ(ά) -ός].
-
αρβύλια, τα [a’rviʎa]
αρβύλια, τα [a’rviʎa]: τα παπούτσια του τσοπάνι. [< αρχ. ἀρβύλ(η) -ια].
-
αράπης, ο [a’rapis]
αράπης, ο [a’rapis]: το μαύρο σκυλί. [τουρκ. Arap -ης < αραβ. ῾Arab].
-
αλησμονάω [alizmo’nao]
αλησμονάω [alizmo’nao]: ξεχνώ. [α- λησμον(ώ) -άω]. Και: https://ilialang.gr/αλλησμονάου/
-
αχάραγα [a’xaraγa]
αχάραγα [a’xaraγa]: πριν το ξημέρωμα: ΄Φύγανε τ’αχάραγα’. [α + χαρά(ζω) -γα].
-
αχερίζω [açe’rizo]
αχερίζω [açe’rizo]: ρίχνω άχυρα στο παχνί το βράδυ πριν πέσω για ύπνο για να έχει τροφή τη νύχτα το άλογο. (Κανελλακόπουλος). [άχυρ(ο) -ίζω].
-
αφώτιγο, το [a’fotiγo]
αφώτιγο, το [a’fotiγo]: πολύ πρωί πριν χαράξει: ‘Μη πιάσεις και σηκωθείς τ’αφώτιγο!’. [αφώτιστος με τροπή στ σε γ]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αυτώνω [a’ftono]
αυτώνω [a’ftono]: για να αποφύγουμε το συνώνυμο ρήμα προβαίνω σε ερωτική πράξη: ‘Tην αύτωσε’. [αυτ(ός) -ώνω]. Και: https://ilialang.gr/απαυτώνω-apaftono-ομαι/ Και: https://ilialang.gr/τετοιώνω/
-
αφάλι, το [a’fali]
αφάλι, το [a’fali]: χωράφι με καλό και καρποφόρο χώμα [μσν. αφάλιν < ελνστ. ὀμφάλιον, υποκορ. του αρχ. ὀμφαλός]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αφνιάζομαι [a’fɲazome]
αφνιάζομαι [a’fɲazome]: ξαφνιάζομαι: ‘Αφνιάστηκα έτσι όπως μπήκες!’. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αφόρεγο, το [a’foreγo]
αφόρεγο, το [a’foreγo]: για ρούχο που δεν το έχουν φορέσει καθόλου, που δεν το έχουν χρησιμοποιήσει, που δεν είναι φορεμένο· καινούριος: ‘Μην το πετάς, είναι αφόρεγο’. [μσν. αφόρετος με τροπή τ σε γ < ελνστ. ἀφόρητος με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. το μεταπλ. του συνοπτ. θ. αρχ. φορησ- > ελνστ. φορεσ-)]. Και: https://ilialang.gr/αφόρειο-το-aforʝo/ […]
-
αφόρμησε [a’formise]
αφόρμησε [a’formise]: ερεθίστηκε η πληγή. [μσν. αφορμίζω ‘ερεθίζομαι’]. Και: https://ilialang.gr/αφορμίζω-αφόρμισε/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
άφτουρος [‘afturos]
άφτουρος, -η, -ο [‘afturos]: δεν επαρκεί, δεν φτάνει κτ. [α + φτουρ(άω) -ος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ατσάκιγος [a’tsakiγos]
ατσάκιγος, -η, -ο [a’tsakiγos]: ατσαλάκωτος: ‘Ήταν ατσάκιγο το κουστούμι του’. [α + τσακ(ίζω) -ιγος].
-
ατσάραντος, ο [a’tsarandos]
ατσάραντος, ο [a’tsarandos]: όμορφο αγριοπούλι που μοιάζει με καναρίνι και το οποίο κελαηδάει επίσης όμορφα στις ψηλές κορφές των κυπαρισσιών. (Κανελλακόπουλος).
-
αυγουστελίδι, το [avγuste’liði]
αυγουστελίδι, το [avγuste’liði]: το κοτόπουλο που βγήκε τον Αύγουστο. [αύγουστ(ος) -ελίδι]. (Κανελλακόπουλος].
-
ασπροπουλιά, η [aspropu’ʎa]
ασπροπουλιά, η [aspropu’ʎa]: το χωράφι που έχει άσπρο χρώμα. [άσπρ(ος) -ο- πουλιά (;)].
-
ασφάκα, η [a’sfaka]
ασφάκα, η [a’sfaka]: πολυετής θάμνος. [ελνστ. ὁ σφάκ(ος) μεταπλ. σε θηλ. -α και ανάπτ. προτακτ. α- από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-sf > miasf > mi-asf] ]. (Κανελλακόπουλος).
-
ασκέρι, το [a’skeri]
ασκέρι, το [a’skeri]: ομάδα ανθρώπων, οικογένεια: ‘Ήρθε μ’όλο του τ΄ασκέρι’. [τουρκ. asker -ι].