Κατηγορία: Α

  • αλί [aꞋʎi]

    αλί [aꞋʎi]: αλίμονο. [μσν. αλί < αλίμονο με νέα ανάλυση αλί-μονο και αποβ. του μόνο (πρβ. μσν. αϊλί ίσως < συμφυρ. άι! + αλί)].

  • αλετροπόδα, η [aletroꞋpoða]

    αλετροπόδα, η [aletroꞋpoða]: εξάρτημα του αρότρου. [αλέτρ(ι) + πόδ(ι) -α].

  • αλεσιά, η [aleꞋsça]

    αλεσιά, η [aleꞋsça]: ποσότητα που μπορεί να αλέσει κάθε φορά ο μύλος. [αλεσ- (αλέθω) -ιά].

  • άλειμμα, το [Ꞌalima]

    άλειμμα, το [‘alima]: (μτφ.) χοιρινό λίπος με το οποίο αλείφουμε. [αρχ. ἄλλειμμα ‘αλοιφή΄]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αλέγρος [aꞋleγros]

    αλέγρος, -α, -ο [a’leγros]: χαρούμενος, πρόσχαρος: ‘Είναι πολύ αλέγρα γυναίκα’. [βεν. alegro -ς· ιταλ. allegro -ς].

  • αλαφροΐσκιωτος [alafroꞋiscotos]

    αλαφροΐσκιωτος, -η, -ο [alafro’iscotos]: α. που βλέπει φαντάσματα, ξωτικά και νεράιδες. β. που δεν κοιμάται βαθιά, που ξυπνάει εύκολα. [αλαφρο- + ίσκι(ος) -ωτος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αλαφιασμένος [alafçaꞋzmenos]

    αλαφιασμένος, -η, -ο [alafçaꞋzmenos]: που έχει κυριευτεί από φόβο, ταραχή. [μππ. του αλαφιάζ(ω) -μένος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αλαφιάζουμαι [alaꞋfçazume]

    αλαφιάζουμαι [alaꞋfçazume]: κυριεύομαι από ξαφνικό φόβο, ταραχή· ξαφνιάζομαι, τρομάζω. [αλάφ(ι) -ιάζουμαι].

  • αλλαξιά, η [alaꞋksça]

    αλλαξιά, η [alaꞋksça]: α. φορεσιά, στολή. β. σύνολο από καθαρά εσώρουχα και με επέκταση από ρούχα ή ασπρόρουχα που χρησιμοποιεί κάποιος για να αλλάξει τα λερωμένα. [μσν. αλλαξία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αλλαξ- (αλλάζω) -ία > -ιά]. Και: https://ilialang.gr/απαλλαξίδια/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αλατζάς, ο [alaꞋndzas]

    αλατζάς, ο [ala’ndzas]: βαμβακερό ύφασμα κατώτερης ποιότητας: ‘Φουστάνι από αλατζά’. [τουρκ. alaca -ς]. (Κανελλακόπουλος).

  • αλατάρης, ο [alaꞋtaris]

    αλατάρης, ο [alaꞋtaris]: ξύλινο δοχείο για το αλάτι. [αλάτ(ι) -άρης]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αλαργινός [alarʝiꞋnos]

    αλαργινός, -η, -ο [alarʝiꞋnos]: απομακρυσμένος, μακρινός. [αλάργ(α) -ινός < μσν. αλάργα < ιταλ. (γενοβ. διάλ.) a larga].

  • αλαργεύω [alaꞋrʝevo]

    αλαργεύω [alaꞋrʝevo]: απομακρύνομαι. [αλάργ(α) -εύω < μσν. αλάργα < ιταλ. (γενοβ. διάλ.) a larga].

  • αλάργα [aꞋlarγa]

    αλάργα [aꞋlarγa]: μακριά. [μσν. αλάργα < ιταλ. (γενοβ. διάλ.) a larga]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αλάνα, η [aꞋlana]

    αλάνα, η [aꞋlana]: το ξέφραγο χωράφι. [αλάν(ι) ‘ανοιχτός χώρος’ μεγεθ. -α < τουρκ. alan -ι].

  • αλαλιάζομαι [alaꞋʎazome]

    αλαλιάζομαι [alaꞋʎazome]: ζαλίζομαι από τον ήλιο. [άλαλ(ος) -ιάζομαι].

  • αλαλιά, η [alaꞋʎa]

    αλαλιά, η [ala’ʎa]: α. ησυχία, (μτφ.) νέκρα: ‘Δεν ακούγεται τίποτα. Αλαλιά παντού!’ β. ανοησία [άλαλ(ος) + -ιά]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ακούτραφας, ο [aꞋkutrafas]

    ακούτραφας, ο [aꞋkutrafas]: αυχένας. [μσν. α– *κούτρ(α) ‘κεφάλι’ -αφας (πρβ. μσν. κουτρούλης) < λατ. scutra με αποβ. του [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και στην αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-sk > tisk > tis-k] ]. http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ακουμπάω [aku’mbao]

    ακουμπάω [aku’mbao]: (μτφ.) στηρίζομαι κάπου. [μσν. ακουμπώ < ακουμπ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. ακουμπισ-].

  • ακόνι, το [aꞋkoɲi]

    ακόνι, το [aꞋkoɲi]: ειδική πέτρα (σμιριδόπετρα), με την οποία ακονίζουν μαχαίρια και άλλα κοφτερά εργαλεία. [μσν. ακόνι(ν) < ακόνιον υποκορ. του αρχ. ἀκόνη ἡ]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i