Κατηγορία: Α

  • αλύχτημα, το [aꞋlixtima]

    αλύχτημα, το [a’lixtima]: ξεχωριστό γάβγισμα του σκυλιού, όταν έχει αντιληφθεί θήραμα. [αλυχτη- (αλυχτώ) -μα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αλυχτάου [aliꞋxtau]

    αλυχτάου [aliꞋxtau]: φωνάζω δυνατά. [μσν. αλυχτώ < αρχ. ὑλακτῶ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] και τροπή [i > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-il > nal > n-al] ή μέσω του ελνστ. τ. ἀλυκτῶ (κρητική διάλ.)]. Και: https://ilialang.gr/αλυχτάω/

  • αλυχτάω [aliꞋxtao]

    αλυχτάω [aliꞋxtao]: (μτφ.) συμπεριφέρομαι σαν σκυλί που γαβγίζει όταν έχει αντιληφθεί θήραμα και φωνάζω δυνατά: ‘Aλυχτούσαν όλη νύχτα από το πιοτί’ [μσν. αλυχτώ -άω < αρχ. ὑλακτῶ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] και τροπή [i > a]. Και: https://ilialang.gr/αλυχτάου/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • άλυσος, η [Ꞌalisos]

    άλυσος, η [Ꞌalisos]: η αλυσίδα που δένουν τα ζώα. [λόγ. συμφυρ. του αρχ. ἅλυσις ἡ & του λαϊκού άλυσος ο < αρχ. ἅλυσ(ις ἡ) μεγεθ. -ος].

  • αλποτινάζω [alpotiꞋnazo]

    αλποτινάζω [alpoti’nazo]: αρπάζω βίαια και τινάζω κατά γης το θήραμα. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αλπογανίζω [alpoγaꞋnizo]

    αλπογανίζω [alpoγa’nizo]: περιφέρομαι σπαταλώντας το χρόνο μου ψάχνοντας θήραμα. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αλοή, η [aloꞋi]

    αλοή, η [aloꞋi]: είδος πικρού βοτάνου. [ελνστ. ἀλόη, *ἀλοή (πρβ. ελνστ. ἀλοέ)].

  • αλογοσούρτης, ο [aloγoꞋsurtis]

    αλογοσούρτης, ο [aloγo’surtis]: ο αλογοκλέφτης. [άλογο + σ(έρνω) < σούρ(νω) -της]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αλογόπετρα, η [aloꞋγopetra]

    αλογόπετρα, η [aloꞋγopetra]: γαλαζόπετρα, θειϊκός χαλκός για ράντισμα. [άλογ(ο) -ο- πέτρα].

  • αλντίρι, το [alꞋdiri]

    αλντίρι, το [al’diri]: παρακίνηση για δράση. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αλμπάνης, ο [aꞋlbanis]

    αλμπάνης, ο [a’lbanis]: α. πεταλωτής. β. (μτφ.) άπειρος και αδέξιος: ‘Μπαγάσα, είσαι μπίτι αλμπάνης’. [τουρκ. nalbant (από τα περσ.) -ης με αποβ. του αρχικού [n] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ.]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αλησμονητήρα, η [alizmoniꞋtira]

    αλησμονητήρα, η [alizmoniꞋtira]: βότανο που προκαλεί τη λήθη. [α- λησμον(ιά) -ητήρα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αλησμονάου [alizmoꞋnau]

    αλησμονάου [alizmo’nau]: λησμονώ. [< λησμον(ώ) -άου με ανάπτ. προτακτ. α- απο συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-li > nali > n-ali] ]. Και: https://ilialang.gr/λησμονάωη-αλησμονάωξεχνώ/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αλιφασκιά, η [alifaꞋsca]

    αλιφασκιά, η [alifa’sca]: η φασκομηλιά. [μσν. αλισφακιά < *ελισφακιά (τροπή του αρχικού [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-eli > miali > mi-ali] ) < *ελίσφακ(ος) -ιά < αρχ. ἐλελίσφακος με απλολ. [eleli > eli] · μετάθ. του [s] ].

  • αλισίβα, η [aliꞋsiva]

    αλισίβα, η [ali’siva]: νερό που έχει βράσει με στάχτη από ξυλοκάρβουνα, απαραίτητο άλλοτε στο πλύσιμο των ρούχων και των μαγειρικών σκευών· σταχτόνερο. [ιταλ. lisciva με ανάπτ. προτακτ. α- από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-li > miali > mi-ali]]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αλισιβερίσι, το [alisiveꞋrisi]

    αλισιβερίσι, το [alisiveꞋrisi]: η δοσοληψία, η συναλλαγή. [τουρκ. alιşveriş -ι· ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]. Και: https://ilialang.gr/αλισβερίσι-το-alizverisi/

  • αλιπόδι, το [aliꞋpoði]

    αλιπόδι, το [aliꞋpoði]: το γρήγορο τρέξιμο. [ίσως, άλλ(ος) -ι- -πόδι].

  • αλιμπερτά, η [alibeꞋrta]

    αλιμπερτά, η [alibeꞋrta]: ελευθερία, ανεμελιά, ελευθερία κινήσεων. [α- +  ιτλ. libertà].

  • άλικο, το [Ꞌaliko]

    άλικο, το [Ꞌaliko]: το κατακόκκινο. [τουρκ. al -ικο].

  • αλιάδα, η [a’ʎaða]

    αλιάδα, η [a’ʎaða]: σκορδαλιά από πατάτες. [ίσως παλ. βεν. *aliada (πρβ. βεν. agiada, ιταλ. agliata)]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf