Κατηγορία: Α
-
αποσταίνω [apo’steno]
αποσταίνω [apo’steno]: κουράζομαι σωματικά ή ψυχικά. ANT ξαποσταίνω [μσν. αποσταίνω (στη σημερ. σημ.) < συνοπτ. θ. αποστ- του αρχ. ρ. ἀφίσταμαι ‘αποτραβιέμαι, παύω΄ μεταπλ. -αίνω (πρβ. ελνστ. ἀποστάνομαι ίδ. σημ.)]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αποσπερού [apospe’ru]
αποσπερού [apospe’ru]: (επίρρ.) μετά απόγευμα. [από + (ε)σπέρ(α) -ού]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
απόσκιο, το [a’posco]
απόσκιο, το [a’posco]: απόγευμα, ανήλιος τόπος. [απο- σκι(ά) -ο]. Όπως και: https://ilialang.gr/αποσκιούρα/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
απορρίχνω [apo’rixno]
απορρίχνω [apo’rixno]: αποβάλλω (για ζώα). [από+ρίχνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
απορριξίμι, το [apori’ksimi]
απορριξίμι, το [apori’ksimi]: ζώο που γεννιέται πριν την ώρα του, πρόωρο και αδύναμο. [από + ρίχνω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αποπαίρνω [apo’perno]
αποπαίρνω [apo’perno]: α. συμπεριφέρομαι και ιδίως μιλώ απότομα, άσκημα σε κπ. β. ξεραίνομαι λίγο. γ. μισοπαγώνω [απο + παίρνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αποπαίδι, το [apo’peði]
αποπαίδι, το [apo’peði]: α. παραμελημένο ή παραγκωνισμένο παιδί. β. παιδί που έχει αποκληρωθεί από την πατρική κληρονομιά. [απο- παιδ(ί) -ι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
απόπατος, ο [a’popatos]
απόπατος, ο [a’popatos]: αποχωρητήριο, αφοδευτήριο. [λόγ. < αρχ. ἀπόπατος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
απολειφάδι, το [apoli’faði]
απολειφάδι, το [apoli’faði]: α. (μτφ., μειωτ.) για άνθρωπο ιδιαίτερα μικρόσωμο, αδύνατο, καχεκτικό: ‘Είναι απολειφάδι ανθρώπου’. β. το τελευταίο κομμάτι χρησιμοποιημένου σαπουνιού [απ(ο)- αλείφ(ω) -άδι με επανεισαγωγή ολόκληρου του προθήματος απο- (πρβ. ελνστ. ή μσν. ἀλείφιον ‘υλικό για επάλειψη΄)]. Και: https://ilialang.gr/πολυφάδι-το/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αποκούμπι, το [apo’kumbi]
αποκούμπι, το [apo’kumbi]: βοήθεια, προστασία, στήριγμα, εξασφάλιση για κπ. που έχει ανάγκη: ‘Έμεινε χωρίς αποκούμπι στα γεράματά του’.[μσν. αποκουμπ(ώ) -ι (αναδρ. σχημ.) < απακουμπώ < απ(ο)- ακουμπώ με επανεισαγωγή ολόκληρου του προθήματος απο-]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
από κά [a’po ka]
από κά [a’po ka]: (επιρρ.) από κάτω, απο ‘κεί, από την άλλη μεριά, από το άλλο μέρος απέναντι: ‘Κοίταξε από κα απ’το κρεβάτι’. [από + κά(τω)].
-
αποκοπή, η [apoko’pi]
αποκοπή, η [apoko’pi]: εργασία που πληρώνεται συνολικά για όλο το έργο της και όχι με το μεροκάματο, ανεξάρτητα από τον χρόνο που απαιτείται για την ολοκλήρωσή της. [αρχ. ἀποκοπή ‘κόψιμο΄]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
απογίνομαι [apo’γinome]
απογίνομαι [apo’γinome]: γίνομαι χειρότερα, καταντώ. [από+γίνομαι < αρχ. ἀπογί(γ)νομαι]]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αποβραδίς [apovra’ðis]
αποβραδίς [apovra’ðis]: (επίρρ.) αργά το βράδυ. [από + βράδυ]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
απλάδι, το [a’plaði]
απλάδι, το [a’plaði]: υφαντό στρωσίδι και κλινοσκέπασμα από πρόβιο μαλλί: ‘Τώρα το χειμώνα βάνω όλα τα απλάδια μου’. [απλ(ώνω) -άδι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
απίστομα [a’pistoma]
απίστομα [a’pistoma]: (επίρρ.) μπρούμυτα: ‘Έπεσε τ΄ απίστομα’. [πι-: μσν. επίστομα με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· απι-: ανάπτ. προτακτ. α- από συμπροφ. με το άρθρο τα και ανασυλλ. [ta-pi > tapi > t-api]].
-
απιθώνω [api’θono]
απιθώνω [api’θono]: τοποθετώ, ακουμπώ κτ. κάτω· αποθέτω: ‘Το απίθωσε το παιδί κειδά!’ [μσν. αποθώνω ([o > i] αναλ. προς το αντ. εσήκωσα – σηκώνω) < αποθ(έτω) μεταπλ. -ένω κατά το σχ.: έδεσα – δένω και μεταπλ. -ώνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
απήδουλος, ο [a’piðulos]
απήδουλος, ο [a’piðulos]: μεγάλο πήδημα: ‘Έδωσε έναν απήδουλο και πέρασε απέναντι’. [α- + πηδ(άω) + -ούλος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
απέ [a’pe]
απέ [a’pe]: (επίρ.) και λοιπόν: ‘Απέ και τι έγινε;’. [από]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
απαρατάω [apara’tao]
απαρατάω [apara’tao]: αφήνω, εγκαταλείπω. [α- παρατάω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf