Κατηγορία: Α
-
ανάγκη, η [a’naŋgi]
ανάγκη, η [a’naŋgi]: (μτφ.) η ανάγκη για τουαλέτα. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αναγαλλιάζω [anaγa’ʎazo]
αναγαλλιάζω [anaγa’ʎazo]: αισθάνομαι αγαλλίαση, μεγάλη ψυχική ευφορία [αν(α)- αγαλλιάζω].
-
αναβελάζου [anave’lazu]
αναβελάζου [anave’lazu]: βγάζω δυνατές κραυγές εξαιτίας ξαφνικού πόνου. [ανά + βελάζ(ω) -ου].
-
αμόλα καλούμπα [a’mola ka’lumba]
αμόλα καλούμπα [a’mola ka’lumba]: άφησε ελεύθερο σχοινί στον αετό. [αντδ. < ιταλ. ή βεν. caloma, caluma ‘επιβράδυνση του καραβιού με δέσιμο σκοινιού΄ < υστλατ. *calauma < *chalagma < ελνστ. χάλασμα ‘χαλάρωμα΄ ( [m > b] ανάμεσα σε φων. ύστερα από [l] )].
-
αμή [a’mi]
αμή [a’mi]: αμέ. Σε εκφράσεις: ‘αμή τί! αμή πώς! αμ’ πώς’: βεβαίως, χωρίς αμφιβολία. [μσν. αμέ < αμμέ < αμμή με τροπή [i > e] από επίδρ. του δε(ν) < αρχ. ἄν μή με αφομ. [nm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αλαλάγγιαχτος [alaꞋlaɟaxtos]
αλαλάγγιαχτος, -η, -ο [ala’laŋɟaxtos]: ευαίσθητος: ‘Αυτή είναι αλαλάγγιαχτη!’ [ίσως, από το αρχ. αλαλαγμός ‘θόρυβος’ -ιαχτος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ακληρία, η [akli’ria]
ακληρία, η [akli’ria]: αναφέρεται στην οικογένεια που δεν έχει αρσενικό κληρονόμο. [αρχ. ουσ. ακληρία].
-
άϊσκιος [‘aiscos]
άϊσκιος, -η, -ο [‘aiscos]: που δεν έχει ίσκιο: ‘Είναι σε ένα μέρος άϊσκιο’. [α- ίσκιος].
-
αερικό, το [aeri’ko]
αερικό, το [aeri’ko]: πνεύμα, συνήθ. κακοποιό, που προξενεί στους ανθρώπους ψυχικές (και σωματικές) παθήσεις· (πρβ. στοιχειό, ξωτικό, ξωθιά, νεράιδα): ‘Τον βάρεσε αερικό’. [μσν. αερικό(ν), *αγερικόν < αέρ(ας), αγέρ(ας) -ικόν, ουδ. του -ικός (διαφ. το ελνστ. ἀερικός ‘που μοιάζει με αέρα΄)]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αναγλιτσιάζω [anaγli’tsʝazo]
αναγλιτσιάζω [anaγli’tsʝazo]: γεμίζω με λάσπη: ‘Έπεσε στη λάσπη και αναγλίτσασε’. [ανα + γλίτσ(α) –ιάζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αμμουδερός [amuðe’ros]
αμμουδερός, -ή, -ό [amuðe’ros]: αμμώδης. [αμμούδ(α) -ερός]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ανανίδα, η [ana’niða]
ανανίδα, η [ana’niða]: αφαλαρίδα, άγριο χόρτο. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αδράχνω [a’ðraxno]
αδράχνω [a’ðraxno]: αρπάζω, πιάνω κάτι με ορμή. [μσν. δράχνω και με ανάπτ. προτακτ. α- από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-δr > naδr > n-aδr] < ελνστ. δράσσω (αρχ. δράσσομαι) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. δραξ-κατά το σχ.: δειξ- (έδειξα) – δείχνω]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αδιάβροχο, το [a’ðʝavroxo]
αδιάβροχο, το [a’ðʝavroxo]: (μτφ.) κατεργασμένο δέρμα από πρόβατο που προορίζεται για το επάνω δέρμα υποδημάτων. [λόγ.: 1: ελνστ. ἀδιάβροχος· 2: σημδ. γαλλ. imperméable]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αγρικώ [aγri’ko]
αγρικώ [aγri’ko]: καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, ακούω: ‘Aυτός δε γρικάει μπίτι’. [μσν. γρικώ, αγρικώ (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < μσν. αγροικ(ός) -ώ < ελνστ. ή μσν. *ἀγροικός ‘φρόνιμος’ < αρχ. ἄγροικος ‘κάτοικος των αγρών, άξεστος’ όπου το αρχικό ἄ- της λ. ἄγροικος θεωρήθηκε στερ.]. Βλ.: https://www.greek-language.gr/greekLang/medieval_greek/kriaras/search.html?lq=432 Όπως και: https://ilialang.gr/αγροικάου/
-
αγκωνή, η [aŋgo’ni]
αγκωνή, η [aŋgo’ni]: κομμάτι ψωμιού από την άκρη του καρβελιού, η γωνία: ‘Έκοψα μια αγκωνή κι έφαγα’. [<συμφ. ουσ. αγκώνας + γωνία. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αγκομαχάω [aŋgoma’xao]
αγκομαχάω [aŋgoma’xao]: βογκάω από τον κόπο, από την εξάντληση, την κούραση. [<αγκώνω + ‑μαχώ. H λ. στο Somav. και σήμ.]. Και: https://ilialang.gr/αγκομαχάου/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
άγγιχτος [‘aŋgixtos]
άγγιχτος, -η, -ο [‘aŋgixtos]: (μτφ.) που δεν τον έχουν αγγίξει· ανέγγιχτος: ‘Άγγιχτο κορίτσι’ (που δεν το άγγιξε ερωτικά άντρας). [μσν. άγγιχτος < αγγιχτός < αγγικ- (αγγίζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt]].
-
αγγίζου [a’ŋgizu]
αγγίζου [a’ŋgizu]: αγγίζω.
-
αγγελικάτος [aŋgeli’katos]
αγγελικάτος, -η, -ο [aŋgeli’katos]: αυτός που έχει αγγελική όψη. [άγγελ(ος) -ικάτος].