Κατηγορία: Α
-
αργάτης, ο [a’rγatis]
αργάτης, ο [a’rγatis]: ξύλινος στύλος. [μσν. αργάτης < ελνστ. ἐργάτης (αρχ. σημ.: δες εργάτης) με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ή τροπή [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-er > enar > en-ar] ].
-
αποχώνιο, το [apo’xoɲo]
αποχώνιο, το [apo’xoɲo]: διαταραχή κατά την πέψη λόγω στενοχώριας. [από + χων(εύω) -ιο].
-
αποφόρι, το [apo’fori]
αποφόρι, το [apo’fori]: φθαρμένο ρούχο το οποίο δόθηκε σε κάποιον άλλο. [αποφορ(ώ < απο- φορώ) -ι (αναδρ. σχημ.)].
-
αποταχιά [apota’ça]
αποταχιά [apota’ça]: πρωί πρωί: ‘Σηκώθηκε αποταχιά για τα χωράφια’. [από + ταχιά]. Βλ.: https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=αποταχιά&dq=
-
αποπά [apo’pa]
αποπά [apo’pa]: (επιρρ.) αποδώ. [από + πά(νω)].
-
απολύω [apo’lio]
απολύω [apo’lio]: απομακρύνομαι, εξαφανίζομαι. [λόγ. < αρχ. ἀπολύω ‘λύνω, ελευθερώνω΄ & σημδ. γερμ. entlassen].
-
απόκλαδα, τα [a’poklaða]
απόκλαδα, τα [a’poklaða]: τα κομμένα κλαδιά που απομένουν και τα οποία τρώνε τα ζώα. [από + κλαδί].
-
αποζούμι, το [apo’zumi]
αποζούμι, το [apo’zumi]: το υπόλειμμα. [από + ζουμί].
-
απογυρίζω [apoγi’rizo]
απογυρίζω [apoγi’rizo]: ξεφεύγω από την πορεία μου. [από + γυρίζω].
-
απόγυρα [a’poγira]
απόγυρα [a’poγira]: (επίρρ.) παράμερα. [από + γύρ(ω) -α].
-
απηλοούμαι [apiλo’ume]
απηλοούμαι [apiλo’ume]: απαντώ, απολογούμαι. [λόγ. < αρχ. ἀπολογοῦμαι]
-
απαφημένη, η [apafi’meni]
απαφημένη, η [apafi’meni]: εγκαταλελειμένη: ‘Είναι απαφημένη η έρμη’. [α(πα)φημένη].
-
απανταίνω [apa’ndeno]
απανταίνω [apa’ndeno]: συναντώ. [απαντ(ώ) -αινω]. (Κανελλακόπουλος).
-
απέκει [a’peki]
απέκει [a’peki]: (επιρρ.) α. κατόπιν. β. από την άλλη μεριά: ‘Πήγαινε απέκει’. [απ(ό) + εκεί]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ανέγγιαγος [a’neɟaγos]
ανέγγιαγος, -η, -ο [a’neɟaγos]: αυτός που δεν ανέχεται άγγιγμα. [άγγιαχτος, επίθ.· ανέγγιαχτος].
-
αναχασκίζω [anaxa’skizo]
αναχασκίζω [anaxa’skizo]: ανοίγω το στόμα μου: ‘Τι αναχασκίζεις έτσι!’ [ανά + χάσκ(ω) -ίζω].
-
ανακαψίλα, η [anaka’psila]
ανακαψίλα, η [anaka’psila]: κάψιμο στο στομάχι, καούρα: ‘Έχω ανακαψίλες’. [ανά + καψίλα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ανάκαρο, το [a’nakaro]
ανάκαρο, το [a’nakaro]: κουράγιο: ‘Δεν έχω ανάκαρο να κουνηθώ!’ [ανακαρ(ώνω) ‘δυναμώνω΄ -α (αναδρ. σχημ.) < ανα- καρώνω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αναδεύου [ana’ðevu]
αναδεύου [ana’ðevu]: ανακατώνω κάτι. [ελνστ. ἀναδεύω].
-
αναγούλα, η [ana’γula]
αναγούλα, η [ana’γula]: τάση για εμετό, στομαχική δυσφορία. [αναγουλ(ιάζω) -α (αναδρ. σχημ.)]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf