Κατηγορία: Α
-
αριοβέλι, το [arʝo’veli]
αριοβέλι, το [arʝo’veli]: ονομασία καρπού δέντρου.
-
αψαλιδοκούρευτος [apsaliðo’kureftos]
αψαλιδοκούρευτος, -η, -ο [apsaliðo’kureftos]: ζώο που δεν έχει κουρευτεί. [α- ψαλίδ(ι) -ο- κουρεύ(ω) -τος].
-
αϊτορήχης, ο [aito’rixis]
αϊτορήχης, ο [aito’rixis]: είδος ποταμίσιου ψαριού. [αετ(ός) -ο- ρηχ(ά) -ης].
-
αϊτονύχης, ο [aito’nixis]
αϊτονύχης, ο [aito’nixis]: είδος αμπελιού. [αετ(ός) -ο- νύχ(ι) -ης].
-
αμέτε [aꞋmete]
αμέτε [aꞋmete]: πήγαινε, πηγαίνετε. [άμε: μσν. άμε (προστ. του πηγαίνω) < άγωμε με αποβ. του μεσοφ. [γ] και αποφυγή της χασμ. < αρχ. ἄγωμεν ‘πάμε’ (υποτ. του ἄγω) (σύγκρ. πηγαίνω, πάω)· άμετε: αναλ. προς το λέγετε· αμέτε: αναλ. προς προστ. με τόνο στην παραλ.: ελάτε]. Και: https://ilialang.gr/άμε-αμέτε/
-
αλούμπαρδος [a’lumbarðos]
αλούμπαρδος, -η,-ο [a’lumbarðos]: ο αντούβιανος: ‘Είναι τελείως αλούμπαρδη αυτούνη’.
-
ακριδολογάου [akriðolo’γau]
ακριδολογάου [akriðolo’γau]: χαζολογάω: ‘Τι ακριδολογάς; Κάνε εκεί τη δουλειά σου!’.
-
αγουροφάγος [aγuro’faγos]
αγουροφάγος, -α, -ο [aγuro’faγos]: αυτός που τρώει άγουρα τα φρούτα. [άγουρ(ος) -ο- (έ)φαγ(α) -ος].
-
αγκουρμάζομαι [agu’rmazome]
αγκουρμάζομαι [agu’rmazome]: ακούω με προσοχή, αφουγκράζομαι.
-
ακόπριγο, το [a’kopriγo]
ακόπριγο, το [a’kopriγo]: το χωράφι που δεν έχει κοπριά. [α-κοπρ(ιά) -ιγο].
-
αναγαλακιάζου [anaγala’cazu]
αναγαλακιάζου [anaγala’cazu]: ανακατώνω κυρίως αλεύρι ή πίτουρα. [ανά- + γαλακιάζου (άγνωστη ετυμολογία)]. Και: https://ilialang.gr/αναγαλακούνου-και-αναγαλακιάζου-ανα/
-
αριολόι, το [arʝo’loi]
αριολόι, το [arʝo’loi]: το κόσκινο. Και: https://ilialang.gr/αργιολόϊ-το/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αφόρειο, το [a’forʝo]
αφόρειο, το [a’forʝo]: για ρούχο που δεν το έχουν φορέσει καθόλου, που δεν το έχουν χρησιμοποιήσει, που δεν είναι φορεμένο· καινούριος. [μσν. αφόρετος < ελνστ. ἀφόρητος με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. το μεταπλ. του συνοπτ. θ. αρχ. φορησ- > ελνστ. φορεσ-)]. Και: https://ilialang.gr/αφόρεγο-αφόρετος-η-ο-aforetos/
-
αχάραγο, το [a’xaraγo]
αχάραγο, το [a’xaraγo]: πριν το ξημέρωμα: ‘Έφυγε τ’αχάραγο’. [α + χαρά(ζω) -γο]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αγριοπιδέα, η [aγriopi’ðea]
αγριοπιδέα, η [aγriopi’ðea]: η άγρια αχλαδιά. [μσν. αγριαπιδία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αγρι(ο)- + απιδία > (α)πιδ(ιά) -έα].
-
αφροκυδωνεά, η [afrokiðone’a]
αφροκυδωνεά, η [afrokiðone’a]: το αφροκύδωνο. [αφρ(ός) -ο- κυδών(ι) -εά].
-
αξαγιά, η [aksa’ʝa]
αξαγιά, η [aksa’ʝa]: η πληρωμή του εργοστασιάρχη.
-
αγκελωθιά, η [angelo’θca]
αγκελωθιά, η [angelo’θca]: τόπος με πολλά αγκάθια.
-
αγανούλι, το [aγa’nuli]
αγανούλι, το [aγa’nuli]: το μικρό σκληρό μέρος του βλαστού, [αγαν(ός) -ούλι].
-
αυλακιά, η [avla’ca]
αυλακιά, η [avla’ca]: το μέρος του αγρού που έχει αυλακιές από το ζευγάρι των βοδιών: ‘Μην περνάς την αυλακιά. Το χώμα δε θα κρατήσει’ (Όταν κάποιος πατάει πάνω στο ανάχωμα που έχει δημιουργεί μετά το όργωμα, με κίνδυνο να πέσει το χώμα και πάλι μέσα στο οργωμένο χωράφι). [< αυλάκ(ι) -ιά].