Κατηγορία: Τ
-
τσατάλα, η [tsa’tala]
τσατάλα, η [tsa’tala]: κομμάτι ξύλου με διακλάδωση που το χρησιμοποιούσαν για άγκιστρο. [τουρκ. çatal -α].
-
τσάρκος, ο [‘tsarkos]
τσάρκος, ο [‘tsarkos]: χώρος εντός του στάβλου για τα αρνιά. [ίσως, τουρκ. çarka ‘περιπολία ελαφρού πεζικού μπροστά από το κύριο στράτευμα’].
-
τσαπί, το [tʃa’pi]
τσαπί, το [tʃa’pi]: είδος τσάπας με μακρόστενο κοπτικό εξάρτημα: ‘Έβαλε το τσαπί στον ώμο και ξεκίνησε για το χωράφι’. [μσν. τσαπίον υποκορ. του τσάπ(α) -ίον]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσαπέλα, η [tsa’pela]
τσαπέλα, η [tsa’pela]: το παραγινωμένο σύκο προς αποξήρανση. [ιταλ. ciambella ή βεν. zambela ‘γλυκό σε φόρμα δαχτυλιδιού΄ και συνεκδ. κάθε παρόμοιο σχήμα (αποηχηροπ. του μεσοφ. [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.)].
-
τσαντίλα, η [tsa’dila]
τσαντίλα, η [tsa’dila]: α. αραχνοΰφαντο πανί για το σούρωμα του τυριού. β. (μτφ.) ρούχο άκομψο και κακόγουστο. [σλαβ. čedil(o) -α κατά το σακούλα].
-
τσαμπίδα, η [tsa’mbiða]
τσαμπίδα, η [tsa’mbiða]: μέρος του σταφυλιού. [μσν. τσαμπί < βεν. zambin ‘μικρή γάμπα’ (π.χ. ζώου) με αποβ. του τελικού [n] -ίδα]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
τσαμπάσης, ο [tsa’mbasis]
τσαμπάσης, ο [tsa’mbasis]: ο έμπορος ζώων κυρίως αλόγων. [τουρκ. cambaz -ης με αποηχηροπ. του αρχικού [dz > ts] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.].
-
τσαλιμάκι, το [tsali’maki]
τσαλιμάκι, το [tsali’maki]: α. η φιγούρα. β. η πονηριά. [τουρκ. çalim -ακι]. Και: https://ilialang.gr/κορδελλάκια-τα-κορδέλα-η-korδela-1-μακρόστ/
-
τσαλαφός [tsala’fos]
τσαλαφός, -ή, -ο [tsala’fos]: ο μισότρελος, ο ανόητος. Βλ. επίσης: https://www.slang.gr/definition/24810-tsalafos
-
τσακουμάκι, το [tsaku’maki]
τσακουμάκι,το [tsaku’maki]: α. ο αναπτήρας (με πριόβολο και ίσκα). β. ο πανέξυπνος άνθρωπος. [τουρκ. çakmak -ι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
τσακούλα, η [tʃa’kula]
τσακούλα, η [tʃa’kula]: η σακούλα, το σακούλι. [σάκ(ος) με τροπή του -σ- σε -τσ- + -ούλα].
-
τσακατούρα, η [tsaka’tura]
τσακατούρα, η [tsaka’tura]: η αχυροκαλύβα.
-
τσάγκρα, η [‘tsaŋgra]
τσάγκρα, η [‘tsaŋgra]: μονόκαννο κυνηγητικό όπλο. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
τσαγκάδα, η [tsa’ŋgaða]
τσαγκάδα, η [tsa’ŋgaða]: η προβατίνα που δεν έχει γάλα. Βλ. επίσης: https://sarantakos.wordpress.com/2014/02/07/izabo/
-
τρουπίτης, ο [tru’pitis]
τρουπίτης, ο [tru’pitis]: (μτφ.) αυτός που αγοράζει βερεσέ ή δεν πληρώνει τις υποχρεώσεις του. [τρύπ(α) -ίτης].
-
τριφτιάδες, οι [tri’ftçaðes]
τριφτιάδες, οι [tri’ftçaðes]: τριμμένο ζυμαρικό που το ετοιμάζουμε λίγο πριν το καταναλώσουμε και συνοδεύεται με κρασί. [τρίβω < τρίφτ(ης) -ιάδες].
-
τριτσινάω [tritsi’nao]
τριτσινάω [tsitsi’nao]: (κυρίως, για ζώα) κλωτσάω χοροπηδώντας: ‘Μην με τσιτσινάς τώρα!’ Και: https://ilialang.gr/ντριτσινάω/
-
τριότα, η [tri’ota]
τριότα, η [tri’ota]: είδος παιχνιδιού. [< αρχ. ελλ. τρεῖς, τρία].
-
τριδώνα, η [tri’ðona]
τριδώνα, η [tri’ðona]: η αιμορροΐδα.
-
τρεμοκουκουράω [tremokuku’rao]
τρεμοκουκουράω [tremokuku’rao]: τρέμω από το κρύο: ‘Τρεμοκουκούραγε από τ’αγιάζι]. [τρέμω + λέξη άγνωστης προέλευσης]. Και: https://ilialang.gr/τρεμοκουρκίζω/ Και: https://ilialang.gr/τρεμοκουκουρίζω-tremokukurizo/