Κατηγορία: Τ
-
τσόλι, το [‘tʃoli]
τσόλι, το [‘tʃoli]: α. φτηνό ή παλιό στρωσίδι: ‘Έριξε κάτω ένα τσόλι και ξάπλωσε’. || (επέκτ.) παλιό ρούχο ή οποιοδήποτε κουρέλι (συνήθως, στον πληθυντικό). β. (μτφ.) άνθρωπος ηθικά και κοινωνικά τιποτένιος: ‘Είναι τσόλι, παλιάνθρωπος μπίτι’. [τουρκ. çul -ι].
-
τσίτσιδι [tsi’tsiði]
τσίτσιδι [tsi’tsiði]: χωρίς ρούχα, με εντελώς γυμνό σώμα. [τσιτσ(ί) -ιδι < πρβ. ιταλ. ciccia, cicci].
-
τσίτα, η [‘tsita]
τσίτα, η [‘tsita]: α. το ελατήριο, ο συναγερμός. β. (χωρίς πληθ.): Το ξύλο για το μουνούχισμα και το τέντωμα των ζώων [ίσως τσιτ(ώνω) -α (αναδρ. σχημ.)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσιροπούλι, το [tsiro’puli]
τσιροπούλι, το [tsiro’puli]: α. το πουλί που δεν έχει αναπτύξει φτερά. β. ο αδύνατος άνθρωπος. γ. το παιδί. [μσν. τσίρος ίσως < ελνστ. κιρρίς < τσίρ(ος) -ο πουλί].
-
τσιπουλίδα, η [tsipu’liða]
τσιπουλίδα, η [tsipu’liða]: τηγανίτα.
-
τσινιά, η [tsi’ɲa]
τσινιά, η [tsi’ɲa]: κλωτσιά αλόγου. [τσιν(ώ) -ιά].
-
τσιμπλής, ο [tsi’blis]
τσιμπλής, ο [tsi’blis]: φανάρι με πετρέλαιο, χωρίς γυαλί. [τσίμπλ(α) -ής].
-
τσιλιμπίθρα, η [tsili’mbiθra]
τσιλιμπίθρα, η [tsili’mbiθra]: το εύχαρο και πανέξυπνο κοριτσάκι: ‘Είναι μια τσιλιμπίθρα αυτή!’.
-
τσιλιμίγκρας, ο [tsili’mingras]
τσιλιμίγκρας, ο [tsili’mingras]: ο μικρόσωμος. ‘Κοίτα τον! Σαν τσιλιμίγκρας είναι!’
-
τσίλης, ο [‘tsilis]
τσίλης, ο [‘tsilis]: το ολόλευκο άλογο.
-
τσίγδαλα, τα [‘tsiγðala]
τσίγδαλα, τα [‘tsiγðala]: τα άγουρα αμύγδαλα: ‘Είναι τελείως τσίγδανα’ (είναι αγίνωτα).
-
τσιγουρίζω [tsiγu’rizo]
τσιγουρίζω [tsiγu’rizo]: κάνω κάποιον να υποφέρει. [μσν. τσιγαρίζω < βεν. cigar < ιταλ. zigare < ηχομιμ. λέξη].
-
τσιγκλάω [tsi’glao]
τσιγκλάω [tsi’glao]: πειράζω, ενοχλώ. [ίσως < τσιγκέλ(ι) -ίζω με συγκ. του άτ. [e] και μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. τσιγκλισ-].
-
τσιατούρα, η [tsça’tura]
τσιατούρα, η [tsça’tura]: η σκηνή, το αντίσκηνο, πρόχειρη κατασκευή για διανυκτέρευση.
-
τσερλοκοπιό, το [tserloko’pço]
τσερλοκοπιό, το [tserloko’pço]: η συνεχόμενη διάρροια. [τσιρλ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.) < *τσιλώ (ανάπτ. [r] 😉 < ελνστ. τιλῶ ‘έχω διάρροια΄ με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] ]. Και: https://ilialang.gr/τσέρλα-η/
-
τσέρλα, η [‘tserla]
τσέρλα, η [‘tserla]: διάρροια. [τσιρλ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.) < *τσιλώ (ανάπτ. [r] 😉 < ελνστ. τιλῶ `έχω διάρροια΄ με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] ]. Και: https://ilialang.gr/τσερλοκοπιό-το/
-
τσερέπα, η [tse’repa]
τσερέπα, η [tse’repa]: η γάστρα. [ίσως, σλαβ. cerio].
-
τσέγκουρο, το [‘tseŋguro]
τσέγκουρο, το [‘tseŋguro]: το κοτσάνι του σταφυλιού: ‘Είναι όλο τσέγκουρο’ (όταν το σταφύλι και δεν έχει καρπό).
-
τσάτσα, η [‘tsatsa]
τσάτσα, η [‘tsatsa]: η θεία.
-
τσατουμάς, ο [tsatu’mas]
τσατουμάς, ο [tsatu’mas]: λεπτό χώρισμα σπιτιού από πήχεις, ή καλάμια κολλημένα με χώμα. [τουρκ. çatma ανάπτυξη /u/].