Κατηγορία: Τ
-
ταρκάσι, το [ta’rkasi]
ταρκάσι, το [ta’rkasi]: αντικείμενο ευτελούς αξίας, λινάτσα, ρετάλι.
-
ταμπουράς, ο [tambu’ras]
ταμπουράς, ο [tambu’ras]: γενική ονομασία για μια σειρά από λαϊκά όργανα της οικογένειας του λαγούτου. Φράση (μτφ): η κοιλιά του βαράει* ταμπουρά. [μσν. ταμπουράς < τουρκ. tambura -ς (από τα περσ. ή μέσω του αραβ. tanbūr)]. Και: https://ilialang.gr/νταμπουράς/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ταή, η [ta’i]
ταή, η [ta’i]: το φαγητό των ζώων. [< ταί(ζω)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τάλε κουάλε [‘tale ku’ale]
τάλε κουάλε [‘tale ku’ale]: (άκλ.): ολόιδιος, φτυστός. [ιταλ. φρ. tale quale].
-
ταμάμ [ta’mam]
ταμάμ [ta’mam] (επίρρ.): ακριβώς. [τουρκ. tamam (από τα αραβ.)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ταμαχιάρης [tama’çaris]
ταμαχιάρης, -α, -ικο [tama’çaris]: α. πλεονέκτης, λαίμαργος, αχόρταγος. β. δουλευταράς. [ταμάχ(ι) -ιάρης (πρβ. τουρκ. tamahkâr)]. Και: https://ilialang.gr/νταμαχιάρης/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ταμπάσης, ο [ta’basis]
ταμπάσης, ο [ta’basis]: έμπορος αλόγων. [τουρκ. tabak ‘βυρσοδέψης’ (από τα αραβ.) -ης].
-
τάβλα, η [‘tavla]
τάβλα, η [‘tavla]: Φράση: ‘γίνομαι / είμαι τάβλα’ (στο μεθύσι), μεθώ πάρα πολύ. [ελνστ. τάβλα (μαρτυρείται στη σημ.: ‘τραπέζι για ζάρια’, η σημερ. σημ. μσν.) < υστλατ. *tabla (πρβ. γαλλ. table ‘τραπέζι’) < λατ. tabula]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τράτο, το [‘trato]
τράτο, το [‘trato]: περιθώριο χρονικό ή τοπικό: ‘Δεν έχω τράτο αρκετό’. [ιταλ. tratto ‘διάστημα, απόσταση’].
-
τυφλοπάνι, το [tiflo’pani]
τυφλοπάνι, το [tiflo’pani]: α. παιδικό παιχνίδι. β. πανί που κλείνουν τα μάτια του επιβήτορα ζώου. [τυφλ(ός) -ο- πανί]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τυλώνομαι [ti’lonome]
τυλώνομαι [ti’lonome]: χορταίνω, τρώγω χορταστικά: ‘Τυλώθηκα, ο άνθρωπος!’. [αρχ. τυλ(ῶ) ‘κάνω κτ. σκληρό σαν κάλο’ -ώνω].
-
τσουτσουρίζω [tsutsu’rizo]
τσουτσουρίζω [tsutsu’rizo]: κτυπάω με ψιλή βέργα. [ίσως, τσούζω ‘με πονάει κτ., κρεμώ κπ. σε καπνό για τιμωρία'< τσούκζω < περσ. suqt ‘φωτιά’ ή αρχ. σίζω ‘σφυρίζω, τσιτσιρίζω (για καυτό μέταλλο που το βουτάμε στο νερό)’].
-
τσουτσούνα, η [tsu’tsuna]
τσουτσούνα, η [tsu’tsuna]: το ανδρικό γεννητικό όργανο. [ίσως < τσουνί με επανάλ. της α’ συλλαβής και τσουτσούν(ι) -α].
-
τσουρούλι, το [tsu’ruli]
τσουρούλι, το [tsu’ruli]: κομμάτι από ψωμί: ‘Αμ κόψε ένα τσουρούλι ψωμί!’.
-
τσούπρα, η [‘tʃupra]
τσούπρα, η [‘tʃupra]: α. κόρη: ‘Έχει ένα παιδί και δύο τσούπρες’. β. κορίτσι, κοπέλα. [αλβ. tšuprë, tšupa]. Και: https://ilialang.gr/τσούπα-η-tʃupa/ Και: https://ilialang.gr/τσουπί-το/
-
τσουπί, το [tʃu’pi]
τσουπί, το [tʃu’pi]: το κορίτσι. [αλβ. tšuprë, tšupa -ί]. Και: https://ilialang.gr/τσούπρα-η/ Και: https://ilialang.gr/τσούπα-η-tʃupa/
-
τσούμπι, το [‘tʃumbi]
τσούμπι, το [‘tʃumbi]: α. το ύψωμα, το τούμπι. β. το κούτσουρο. γ. φυτό από το οποίο κλάδευαν τελείως όλα του τα φύλλα. Και: https://ilialang.gr/τούμπι-το/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσουβαλαρία, η [tsuvala’ria]
τσουβαλαρία, η [tsuvala’ria]: στρίμωγμα, ό ένας επάνω στον άλλον. [τσουβαλ(ιάζω) -αρία < τουρκ. çuval (από τα περσ.) -ι].
-
τσορομπίλι, το [tsoro’mbili]
τσορομπίλι, το [tsoro’mbili]: μικρό παιδάκι ή ζώο. [ίσως, τουρκ. küçük].
-
τσόνα, η [‘tsona]
τσόνα, η [‘tsona]: η γαϊδούρα.