ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
μολαΐμικο, το [mola’imiko]
μολαΐμικο, το [mola’imiko]: το ήρεμο κριάρι.
Δημοσιεύτηκε
5 Μαΐου, 2020
σε
Μ
από
Αθηνά
Ετικέτες:
ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
,
ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
,
ΟΡΕΙΝΗ
,
ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ
,
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ