ψιχάλα η [psi’xala]: σταγόνα βροχής: ‘Ψιλές / χοντρές ψιχάλες’. [μσν. *ψιχάλα (πρβ. μσν. ψιχαλίζει) συμφυρ. ψεκάδα < αρχ. ψεκάς, αιτ. -άδα + ψίχαλο ‘ψίχουλο΄ < αρχ. ψιχ- (δες ψίχα) -αλο].
ψιχάλα η [psi’xala]
από
Ετικέτες:
ψιχάλα η [psi’xala]: σταγόνα βροχής: ‘Ψιλές / χοντρές ψιχάλες’. [μσν. *ψιχάλα (πρβ. μσν. ψιχαλίζει) συμφυρ. ψεκάδα < αρχ. ψεκάς, αιτ. -άδα + ψίχαλο ‘ψίχουλο΄ < αρχ. ψιχ- (δες ψίχα) -αλο].
από
Ετικέτες: