ΔΠΗ
χλαπακώνω [xlapa’kono]: τρώω γρήγορα μεγάλη ποσότητα φαγητού και κάνοντας θόρυβο. [ηχομιμ.].
Και: https://ilialang.gr/χλαπακιάζω/
Και: https://ilialang.gr/χλαπουτσάω/
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: