χερόμυλος, ο [çe’romilos]: μύλος που τον γυρίζουν με το χέρι. [χερ-: ελνστ. χειρόμυλος κατά το χέρι· χειρ-: λόγ. επίδρ.].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
χερόμυλος, ο [çe’romilos]: μύλος που τον γυρίζουν με το χέρι. [χερ-: ελνστ. χειρόμυλος κατά το χέρι· χειρ-: λόγ. επίδρ.].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
από
Ετικέτες: