χαλκωματένιος [xalkoma’teɲos]

χαλκωματένιος, -α, -ο [xalkoma’teɲos]: (κυρ. για μαγειρικά σκεύη) που τον έχουν κατασκευάσει από χαλκό. [χαλκωματ- (χάλκωμα) -ένιος].

 


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: