ΔΠΗ
χαλάλι, το [xa’lali]: λεπτό ξυλαράκι [τουρκ. (διαλεκτ.) halal (< helâl από τα αραβ.) -ι].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: