φραμπαλίκι, το [framba’liki]

φραμπαλίκι, το [framba’liki]: η πλάκα, το αστείο [< φαρμπαλάς με μετάθ. του [r] < γαλλ. falbala -ς με ανομ. υγρών [l-l > r-l] ].


Δημοσιεύτηκε

σε

από