φούσκουλος, ο [‘fuskulos]: πέσιμο από γλίστρημα: ‘Έφαγε ένα γερό φούσκουλο’ (έπεσε και γλίστρησε).
φούσκουλος, ο [‘fuskulos]
από
Ετικέτες:
φούσκουλος, ο [‘fuskulos]: πέσιμο από γλίστρημα: ‘Έφαγε ένα γερό φούσκουλο’ (έπεσε και γλίστρησε).
από
Ετικέτες: