φεγγρίζει [fe’ŋgrizi]: α. βλέπει αμυδρά. β. (μτφ.) διαπερνά κπ. το φως εξαιτίας της αδυναμίας του [< φεγγαρίζω < φεγγάρ(ι) -ίζω (αποβ. του [a] ίσως από επίδρ. του φεγγίζω)].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o