ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
φέγγος, το [‘feŋgos]
φέγγος, το [‘feŋgos]: το φως. [< φέγγ(ω) –ος].
Δημοσιεύτηκε
24 Οκτωβρίου, 2019
σε
Φ
από
Αθηνά
Ετικέτες:
ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ
,
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
,
ΠΑΡΑΓΩΓΗ