φάλαρα, τα [‘falara]

φάλαρα, τα [‘falara]: α. μεταλλικά κοσμήματα της περικεφαλαίας. β. στολίδια του μετώπου, του χαλιναριού ή των ηνίων του αλόγου. [λόγ. < αρχ. φάλαρα].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από