τσουρλώνω [tsu’rlono]: σουφρώνω: ‘Τσούρλωσε τα χείλα’ (έσφιξε τα χείλη). [ίσως από το ρ. στυλώνω ‘στήνω όρθια’].
τσουρλώνω [tsu’rlono]
από
Ετικέτες:
τσουρλώνω [tsu’rlono]: σουφρώνω: ‘Τσούρλωσε τα χείλα’ (έσφιξε τα χείλη). [ίσως από το ρ. στυλώνω ‘στήνω όρθια’].
από
Ετικέτες: