τσούλα, η [‘tʃula]

τσούλα, η [‘tʃula]: α. χαρακτηρισμός γυναίκας ανήθικης ή ανάγωγης. β. προβατίνα με μικρά αυτιά. ‘Είναι τσουλά αυτή’ (προβατίνα με μικρά αυτιά) [παλ. ιταλ. ciulla ‘κοπέλα΄· τσούλ(α)].

Και: https://ilialang.gr/τσιούλα-η-tsiula/


Δημοσιεύτηκε

σε

από