τσοκάνι, το [ʃo’kani]

τσοκάνι, το [ʃo’kani]: το κουδούνι των προβάτων < [τροκάν(α) υποκορ. -ι].

Και: https://ilialang.gr/τροκάνι-το-trokani/


Δημοσιεύτηκε

σε

από