τσίτσικας, ο [‘tsitsikas]: το πίσω τμήμα που συγκρατεί το στυλιάρι ενός εργαλείου, όπως της αξίνας.
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
τσίτσικας, ο [‘tsitsikas]: το πίσω τμήμα που συγκρατεί το στυλιάρι ενός εργαλείου, όπως της αξίνας.
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
από
Ετικέτες: