τσίλικος [‘tʃilikos]

τσίλικος, -η, -ο [‘tʃilikos]: α. για κτ. που είναι ολοκαίνουριο και γυαλιστερό: ‘Tσίλικο εικοσάδραχμο’. β. δυνατός. [τουρκ. çil -ικος].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από