τσιλιβήθρα, η [tʃili’viθra]

τσιλιβήθρα, η [tʃili’viθra]: α. είδος μικρού ωδικού πτηνού. β. (μτφ.) για μικρόσωμο και αδύνατο άνθρωπο, συνήθ. για παιδί ή για γυναίκα: ‘Αυτό το κορίτσι είναι σαν τσιλιβήθρα!’.

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από