λιβάκωσα [li’vakosa]

λιβάκωσα [li’vakosa]: παραζεστάθηκα, ίδρωσα.


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *