τσάρφαλα, τα [‘tʃarfala]

τσάρφαλα, τα [‘tʃarfala]: τα ξερόκλαδα που χρησιμοποιούνται για προσανάμματα.

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o