τσαπερδόνα, η [tsape’rðona]: α. για μικρό κορίτσι ή κοπέλα ζωηρή, χαριτωμένη. β. το παλιοκόριτσο.
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
τσαπερδόνα, η [tsape’rðona]: α. για μικρό κορίτσι ή κοπέλα ζωηρή, χαριτωμένη. β. το παλιοκόριτσο.
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
από
Ετικέτες: