τσαμπουνάω [tsabu’nao]

τσαμπουνάω [tsabu’nao]: μιλώ πολύ και ανόητα: ‘Τι μου τσαμπουνάς τώρα;’. [μσν. τσαμπουν(ίζω) μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. τσαμπουνισ- < τσαμπούν(α) -ίζω].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από