τρυγητής, ο [triγi’tis]

τρυγητής, ο [triγi’tis], πληθ. & τρυγητάδες: ο μήνας Σεπτέμβριος: ‘Έφτασε ο Tρυγητής με τις βροχές του’. [ελνστ. τρυγητής (αρχ. τρυγητήρ)· τρυγη(τής) -τρα].


Δημοσιεύτηκε

σε

από