τροΰρω [tro’iro]

τροΰρω [tro’iro]: τριγύρω [μσν. τριγύρω < τρι- + γύρω].

Και: https://ilialang.gr/τρογύρω-troγiro/

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: