τρουποκεφαλιάζω [trupokefa’ʎazo]

τρουποκεφαλιάζω [trupokefa’ʎazo]: πληγώνω κάποιον πετώντας πέτρα στο κεφάλι του. [< τρ(ύ)π(α) –ο- κεφαλ(ι) –ιάζω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: