τρισκατάρατος, -η, -ο [triska’taratos]: για κπ. ή για κτ. ιδιαίτερα μισητό. || (ως ουσ.) ο τρισκατάρατος, ο σατανάς, ο διάβολος. [αρχ. τρισκατάρατος].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
τρισκατάρατος, -η, -ο [triska’taratos]: για κπ. ή για κτ. ιδιαίτερα μισητό. || (ως ουσ.) ο τρισκατάρατος, ο σατανάς, ο διάβολος. [αρχ. τρισκατάρατος].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o