τέζα [‘teza] (επίρρ. τροπ.): α. πολύ τεντωμένος, τσιτωμένος. β. ξαπλωμένος σε απόλυτη ακινησία. Φράση: ‘έμεινε / τον βρήκαμε τέζα’ (πέθανε ξαφνικά)· γ. γεμάτος ως επάνω: Φράση: ‘την έκανε τέζα’ (έφαγε πάρα πολύ). [ιταλ. tesa ‘τέντωμα’].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o