τάχατε [‘taxate]

τάχατε [‘taxate]: (επίρρ.) τάχα. [< τάχα με προσθήκη του -τε αναλ. προς το κάποτε· προσθήκη του -ς αναλ. προς άλλα επιρρ. σε -ς: χτες].

Και: https://ilialang.gr/τάχατες-taxates/


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: